Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
— Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη. Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς; Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε.
Ενίοτε δε, κατά τας στιγμάς εκείνας της μεταμελείας, έκλαιε και εμέμφετο εαυτήν ως άδικον και δύστροπον μητέρα. Αλλά και εις την ταραχήν εκείνην του λογικού της δεν ελησμόνει και δεν παρέλειπε τας προφυλάξεις της· η πονηρία της διετηρείτο αμείωτος.
Ραψωδία Κ Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος• πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει. και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, 5 έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια. εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις, και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν. και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα 10 ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις.
Ο Μανώλης επροχώρησεν εις το χωριό σιγοτραγουδών: Διάλε τσ' αποθαμένους μου οφέτος κιάν αφήσω, Παρά να βρω να παντρευτώ να μην παραλοΐσω. Πανταχόθεν του απηυθύνοντο χαιρετισμοί από άνδρας και γυναίκας: «Καλώς ώρισες, Μανωλιό!» Τινά δ' εκ των παιδίων, τα οποία τον είδαν, προέτρεξαν να δώσουν την καλήν είδησιν εις την μητέρα του.
Η Λινιώ παρεκάλει την μητέρα της να είπη τα λοιπά. — Πώς το λένε, μάννα; — «Αητός μ' επήρε, στο δέντρο μ' ανέβασε». — Ύστερα; ύστερα; ηρώτα το Λενιώ. — Ύτελα; επανελάμβανε και ο Μανώλης.
Τα παιδία προ του ανελπίστου τούτου εμποδίου οπισθοδρόμησαν έκπληκτα, στρέφοντα αλλού την κεφαλήν Αλλ' είδον πάλιν την μητέρα των ήτις ήρχετο, βραδέως, φωνάζουσα με χαμόγελο διά να τα ελκύση καλλίτερον: — Ελάτε, μωρέ· ελάτε πίσω και δε σας πειράζω! Τα παιδία ίσταντο φοβισμένα και αμφιρρέποντα.
Ο Τριστάνος της χαιρέτησε, αντιχαιρέτισαν εκείνες, κ' έπειτα οι δυο ιππότες κάθησαν δίπλα τους. Ο Καερδέν δείχνοντας τ' ωραίο τούλι που κεντούσε η μητέρα του: «Κυττάχτε, είπε, ωραίε φίλε Τριστάνε, τι εργάτισα είναι η μητέρα μου. Πώς ξέρει θαυμάσια να στολίζη τα πετραχείλια και τ' άμφια, για να τα χαρίζη στα φτωχά μοναστήρια.
Οι δε στρατοί συνηντήθησαν προ των Σάρδεων εις πεδιάδα μεγάλην και άδενδρον την οποίαν διασχίζουσι μεγάλοι ποταμοί οίτινες όλοι, μετά του Ύλου, πίπτουσιν εις το ευρύτατον ρεύμα του Έρμου, όστις τρέχων εκ του ιερού όρους του αφιερωμένου εις την μητέρα Κυβέλην, χύνεται εις την θάλασσαν πλησίον της Φωκαίας.
Η αμηχανία των δύο ευπίστων γυναικών, η αδεξιότης αυτών προς εύρεσιν προχείρου τινός αφορμής προς δικαιολογίαν των, μ' έκαμε να μετανοήσω διά την αδιακρισίαν μου. Διά τούτο προσποιηθείς τελείαν άγνοιαν των γεγονότων: — Βελόναις αγοράζετε, μητέρα; ηρώτησα μετ' αδιαφορίας. — Ναι, παιδί μου! είπεν η μήτηρ μου μετά τινος δισταγμού, πες πως αγοράζουμε βελόναις, για να μβαλλώσουμε τα ψέμματα.
Σκαμπαβία μολυβδόχρους, ελαφρά ως εκ ναστοχάρτου, με τέσσαρα κωπιά, μας έφερε μετά του πλοιάρχου επάνω εις την αρμενίζουσαν ήδη σκούναν, ήτις μετά κομψής, χορευούσης παρθένου χάριτος, ανακόψασα ως εν χαιρετισμώ τον ελαφρόν της δρόμον υπέκλινε θαρρείς και μας εδέχθη, πηδήσαντας ευφροσύνως εις τας αγκάλας της, μητέρα τα παιδάκια της. Κ' ιδού εγώ τέλος επί της σκούνας. Εν τη θαλάσση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν