Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσυστέλλετο επί τινα καιρόν ο Κλεομένης να κοινοποιήση εις την γραίαν μητέρα του την πρότασιν του Πτολεμαίου. Πολλάκις εισήλθεν εις το δωμάτιον της Κρατησικλείας διά να τη ανακοινώση οποίαν θυσίαν απαιτεί παρ' αυτής το συμφέρον της Σπάρτης· αλλ' η προς την μητέρα του αγάπη τω επέβαλλε σιωπήν.

Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ. Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.

Κρατούσε το λάζο στο χέρι και σκότωνε όποιον αντιστεκότανε στη λύσσα του. Τέλος είδα όλες μας τις Ιταλίδες και τη μητέρα μου σκισμένες, σφαγμένες από τα τέρατα, που τις διαμφισβητούσαν. Οι σκλάβοι, οι σύντροφοί μου, οι κουρσάροι μας, στρατιώτες, ναύτες, μαύροι μελαχροινοί, άσπροι, μιγάδες και τέλος ο καπετάνιος μου, όλοι σκοτωθήκανε κ' έμενα εγώ ξεψυχώντας απάνω σ' ένα σωρό πτώματα.

Μας έσπρωξαν εντός αυτής οι ναύται, την μητέρα μου κ' εμέ, και η λέμβος απεμακρύνθη της ακτής. Ο πατήρ μου ερρίφθη εις την θάλασσαν και μας ηκολούθει κολυμβών. Αλλ' οι Τούρκοι ήσαν ήδη επί της παραλίας με τα ξίφη γυμνά, με τα όπλα απαστράπτοντα υπό το φως της σελήνης. Εκράτουν το φόρεμα της μητρός μου, ορθίας εντός της λέμβου, βωβός εκ του τρόμου, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς τον πατέρα μου.

Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε! Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου.

Τον δε γεροντότερόν του κατά είκοσι έτη είτε άρρενα είτε θήλυν, ας τον σέβεται ως άλλον πατέρα ή μητέρα και εν γένει ας αποφεύγη να προσβάλη πάσαν ηλικίαν, η οποία ήτο δυνατόν να τον γεννήση, χάριν των γενεθλίων θεών. Ομοίως δε ας αποφεύγη και τον ξένον είτε μένει εις την πόλιν προ πολλού είτε ήλθε τελευταίως.

Ας με συνοδεύση είς εκ των υπηρετών τούτων του πατρός μου εις τον λειμώνα της Αρτέμιδος, όπου θα σφαγώ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Λοιπόν, παιδί μου, φεύγεις ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Διά να μη επιστρέψω πλέον. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και αφίνεις την μητέρα σου ; ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Το βλέπεις, χωρίς να ήσαι αξία τοιούτου κακού. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Στάσου, μη μου φεύγεις. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Παύσε, μητέρ μου, τα δάκρυα.

Και πότε ήλθες; — Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα. — Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος; Πώς δεν ήρθε να με το μηνύση: — Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε την θύρα. — Αμ' ποιος ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.

Αλλά συ να προτιμάς πάντα εκείνους που δίδουν τα περισσότερα, αν θέλης γρήγορα να σε δείχνουν και να λένε• Βλέπεις την Κόρινναν την θυγατέρα της Κρωβύλης τι πλούτη έχει και πόσο ευτυχισμένη έκαμε την μητέρα της; Τι λες; θα τα κάμης αυτά; Ξέρω εγώ ότι θ' ακολουθήσης τις συμβουλές μου και εντός ολίγου θα γίνης η καλλίτερη απ' όλες.

Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .