United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα μητέρα, ήτον αδύνατον νάρθω. Ήμουν καλεσμένος εις ένα γάμο. Και νόμιζα ότι θα ετελειώναμεν πειό νωρίς. Πες τα μας. Σε ποιο γάμο; γνωστόν μας; Καλέ είσαι βρεγμένος! Κ ώ σ τ ας. Ναι, έβρεξε στη μία Κα Μ ε μ ιδώ φ. Κ ώ σ τ α ς. Μην ανησυχής μητέρα, δεν είναι φόβος να κρυώσω, μ' αυτή τη ζέστη. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα να λεκιάσης το φράκο σου, ναι! Βγάλτο να σου το σκουπίσω.

Είναι εξοικειωμένα μ' εμένα· μου διηγούνται χίλια δυο, και μάλιστα τέρπομαι εις τα πάθη των και τας αφελείς εκρήξεις της ζηλοτυπίας των, όταν και άλλα παιδιά συναθροίζωνται από το χωριό. Πολύν κόπον εδοκίμασα ν' απαλλάξω την μητέρα των του φόβου, που είχε, μήπως τα παιδιά ενοχλήσουν τον κύριον. 30 Μαΐου.

Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο. — Θειά-Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον. Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν. — Θειά-Ζωίτσα!

Ότε η Σπάρτη επολέμει κατά της Αχαϊκής συμμαχίας και κατά του Αντιγόνου, βασιλέως της Μακεδονίας, ο βασιλεύς της Σπάρτης Κλεομένης ηναγκάσθη να επικαλεσθή την συμμαχίαν του Πτολεμαίου, βασιλέως της Αιγύπτου. Ο δε Πτολεμαίος υπεσχέθη μεν βοήθειαν εις τον Κλεομένην, αλλ' υπό τον όρον του να τω στείλη εις την Αίγυπτον ομήρους τα τέκνα και την μητέρα του Κρατησίκλειαν.

Τα πεζοδρόμια απήστραπτον ήδη από το φέγγος του ηλίου, όστις με ακτινοβολήματα μαλαμοκαπνισμένου αργύρου περιέβαλλε τα μάρμαρα και τας γλυφάς των μεγάρων. Άρωμα ανθέων των ιδιωτικών κήπων επλήρου τον ορίζοντα, κατάγλαυκον όλον, την πρωίαν εκείνην, οπού η Θωμαή ανεχώρει πλέον επανερχομένη εις την μητέρα της. Δημήτηρ ωχρά, αποτυχούσα εις τας ερεύνας της.

Επέστρεψα εις την οικίαν πλήρης ταραχής και αδημονίας. Ένευσα εις την μητέρα μου, όπως εξέλθη του δωματίου, και ειπών δι' ολίγων λέξεων τα τρέχοντα την ηρώτησα εάν νομίζη ότι δυνάμεθα να μετακομίσωμεν τον πατέρα μου. Με έλαβεν εκ της χειρός, με ωδήγησε παρά την κλίνην και μου έδειξε σιωπώσα τον ασθενή.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου• ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη, ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415 μάντιν καλείτο μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει. κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».

Αλλ' αφού θέλει να πεθάνω, πέστε της ότι της στέλνω αγάπη και ειρήνη, και την ευχαριστώ για όλα τα καλά και της τιμές που μου έκαμε από τότε που παιδί με άρπαξαν οι πειρατές, με πούλησαν στη μητέρα της, κι' αφωσιώθηκα στην υπηρεσία της. Ο καλός Θεός ας φυλάη την τιμή της, το σώμα της, και τη ζωή της. Αδερφοί, χτυπάτε με τώρα». Οι δούλοι την ελυπήθηκαν.

Ως τόσον σου αφίνω υγείαν, ω βασιλέα, ακολούθησεν αυτή κλαίοντας· εσύ χάνεις εις τον ίδιον καιρόν τα παιδιά σου και την μητέρα τους, και δεν θέλεις αξιωθή πλέον να μας ιδής με τα μάτια σου. Και έτσι λέγοντας, έγινεν άφαντη μαζί με τα παιδιά της.

Κακορράχετε! απήντα μορφάζουσα η γραία, εκ της ταχύτητος ούτω τολμηρώς περικόπτουσα την κοινήν ύβριν: «κακό χρόνο νάχετε!» — Δεν την συμμαζεύεις λιγάκι; Έλεγον προς την κόρην της αι φίλαι γειτόνισσαι. — Μ' ακούει, θαρρείς; Και ηρυθρία η κόρη, μη δυναμένη να περιορίση την πτωχήν μητέρα της, εκτιθεμένην ούτω εις τα περπαίγματα του χωρίου. — Ναι! παρενέβαινεν ενίοτε, παρούσα η γραία.