United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε πρεσβύτερος υιός του Υστάσπους, υιού του Αρσάμους, ενός των Αχαιμενιδών, ήτο ο Δαρείος όστις τότε ων περίπου εικοσαετής είχε μείνει εις την Περσίαν διότι δεν είχεν ακόμη ηλικίαν να φέρη όπλα.

Δι' αυτό είχε χάση τον άνδρα και τεσσάρας υιούς, τεσσάρας λεβέντας εκεί, πανώρηα κυπαρίσσια του οίκου της δι' αυτό είχε μείνει άγρυπνος νύκτας ολοκλήρους, χύνουσα κρουνούς δακρύων, και είχε χάση η οικογένεια την λαμπρότητά της. Και τόρα, ότε το έβλεπεν εις τας χείρας της, ότε το απέκτα πάλιν, ενόμιζεν ότι ανεύρισκε διά μιας όλα.

Η Αφέντρα ιδούσα την μητέρα της ελθούσαν αντί του συζύγου, υπέθεσεν ότι ο τελευταίος θα είχε μείνει εις την πολίχνην να διανυκτερεύση, όπως ενίοτε έκαμνε, και δεν επαραξενεύθη πολύ. Αλλ' άμα ανέβησαν εις τον θάλαμον, η γρηα-Συνοδιά ιδούσα ότι έλειπεν ο Αγάλλος ηρώτησε·Πού είνε ο άντρας σου; Η Αφέντρα την εκύτταξεν εν απορία. — Δεν τον άφηκες στο χωριό;

Ο βεζύρης μου επήγε προς αυτούς με αρκετόν αριθμόν στρατιωτών διά να πιάση τους εχθρούς σου, και να μου τους φέρη εδώ· ως τόσον του λόγου σου θέλεις σταθή εις το παλάτι μου, και θέλεις μείνει δουλευμένος από τους ανθρώπους μου ωσάν να ήμουν εγώ ο ίδιος.

Κάμετε μου μια χάρι. Κρύψετέ με στο Λιντάν, πέστε της πώς ήρθα και κάμετε να την ξαναΐδώ μια φορά ακόμη». Ο Ντινάς απάντησε: «Λυπάμαι τη Βασίλισσα και δε θα της πω τίποτε, αν δε βεβαιωθώ ότι σου έχει μείνει αγαπητή πειο πολύ απ' όλες της γυναίκες του κόσμου. — Α! Άρχοντα, πέστε της ότι μου έμεινε αγαπητή περισσότερο από όλες της γυναίκες του κόσμου.

Καθ' όσον δε επλησίαζαν εις την αγοράν, οι τελευταίοι βαδίζοντες, οίτινες, φαίνεται, είχαν μείνει τελευταίοι επίτηδες, εβράδυναν έτι μάλλον το βήμα. Ο Λάμπρος, όστις υπώπτευε τους σκοπούς των, έστειλε δύο των στενωτέρων αυτώ να μεταβώσιν ουραγοί, όπως τους επιτηρώσιν.

Όταν μετά την συμφοράν επανείδε τον Πάπον, όστις εφαίνετο τόσον σύννους και σοβαρός, ώστε εφάνη ότι διά της συμφοράς είχε γείνει διά μιας ανήρ, η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι, κλαίουσα, όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπη ήτον·Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.

Εσύ θέλεις περάσει με αυτόν δεκατέσσαρες ημέρες, και εις την δεκάτην πέμπτην, εκεί που κοιμάται θέλεις του αλείψει τα ρουθούνια με μίαν σκόνιν που θέλω σου δώσει, διά μέσον της οποίας ευθύς θέλει αποθάνει, και εσύ θέλεις μείνει διάδοχός του.

Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Βεβαίως, ενόει όλην την βαρκαδιά ως μερδικό του· και το μεριδικό του το πήρε πίσω η θάλασσα η αχόρταγη. Τότε οι δύο νομάτοι, οι σύντροφοι του Λούκα, έρριψαν όλον το βάρος επάνω του, κ' επέμειναν να μοιρασθούν οι δύο ό,τι είχε μείνει απ' όλον το φορτίον, επειδή αυτός με το «ταμάχι» του και με την πλεονεξίαν του έγινεν αίτιος της αβαρίας, και είνε δίκαιον η ζημία να πέση εις βάρος του.