Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ειδεμή θα καθίζαμε τώρα αντίκρυ σας, και τα πύρινά μας θα κλαίγαμε που έμεινε η τύχη της Ρωμιοσύνης σταφροδιτωμένα σας χέρια». Αν τις έπαιρνε ταυτί σου τις ομιλίες τους, τον ίδιο χαιρετισμό θα τους έκαμνες. Πρόσεξε τώρα, να καταλάβης τι λογής φωτιά είναι αυτή που τους περιχύνει. Κοίταξε πρώτα τον καταμεσιανό τους, με τη χωρίστρα στη μέση, αυτόνα που σκύβει και κρυφομιλάει του αντικρινού του.
Τα όρνηα αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν Και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιά 'ς τη μέση Παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρόνει ο τοίχος αίμα... Τρίζουνε τα κονίσματα ... Τα βόλια που ανεμίζουν Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κ' είχε να περάση Κανένα λείψανο απεκεί...
Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή.
Στη διαταγή της γριας η Μαριανθούλα κι' η υπηρέτρα κινήθηκαν. Στρώθηκε το τραπέζι, κάθησαν όλοι γύρα-γύρα, βλόγησε ο παπάς, σταυροκοπήθησαν, άρχισαν να τρώνε, απόφαγαν, ξαναβλόγησε ο παπάς, ξανασταυροκοπήθηκαν, κι' έτσι σηκώθηκε το στρογγυλό τραπέζι από τη μέση και σκούπισε η Μαριανθούλα τα τρίμματα από καταγής, για να μη πατηθούν και γείνη αμαρτία.
Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.
Πήρε κ' έκλωσεν ο ήλιος. Χτίζεται το Κάστρο ολοένα. Τρέχει ο νιος για το Παλάτι. Μέσ' 'ςτή μέση από το δρόμο Αχ! τα σύνεργα θυμάται. Το 'χε ειπή κι' ο Βασιλιάς Πως γυρίζοντας καθένας και τα σύνεργα να φέρη. Σταματάει, γυρίζει οπίσω, μια βουκέντρα θέλει ο ήλιος, Πάει αρπά τα σύνεργά του και γυρνά μονανεπνιάς 'Σ το Παλάτι, αλαφιασμένος αφ' το δρόμο αφ' το τρεχιό.
Έτσι οι παντοτινοί θεοί τους διο στρατούς τρακαίρνουν πυρώνοντας τους, και βαρύ στη μέση ανάβει πάθος. 55 Και βρόντησε άγρια των θεών κι' αθρώπων ο πατέρας οχ τα ούράνια· κάτωθες κι' ο Ποσειδός τραντάζει της γης τον όγκο, των βουνών τις αψηλές κορφάδες.
Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.
Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπη, 505 Καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθή, ως πρέπει· Τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση, Και παγομένον παρευτύς τον έκαμε να πέση.
Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν