United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είν' αμαρτία να σε βγάνω απού τη βουλή κεινής που σε γέννησε κέχω να δώσω λόγο εκειά που θα πάω. Φοβούμαι περισσότερο για σένα· γιατί καταλαβαίνω πως η γιαρρωστιά μου 'νε κολλητική. Κια σαφήνω νάρχεσαι κοντά μου, είνε σα να θέλω το κακό σου. Πρέπει να μαποφεύγουνε και να με φοβούνται όλοι, ακόμη κη μάνα που μεγέννησε, και ναποθάνω έρημη. — Εγώ δε φοβούμαι, Βαγγελιό, της είπα.

Καταλαβαίνω όμως ολοένα περισσότερο φίλτατέ μου, πόσον ανόητον είναι το να μετρήση κανείς τους άλλους κατά τον εαυτόν του. Και επειδή εγώ έχω τόσα πολλά να κάμω με τον εαυτόν μου, και η καρδία αυτή είναι τόσον ταραχώδηςαχ, ευχαρίστως αφίνω τους άλλους να πηγαίνουν το δρόμο τους, αρκεί μόνον να ήθελαν να με αφήσουν και εμένα. Ό,τι προ πάντων με ερεθίζει είναι αι ελεειναί πολιτικαί διακρίσεις.

Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του: — Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώραπου να μην έσωναθαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός! Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό.

Απάντα μου λοιπόν. — Ερώτα με και θα σου απαντώ. — Είσαι αρά γε, Σωκράτη, επιστήμων πράγματός τινος, ή δεν είσαι; — Ε, είμαι. — Και με εκείνο το πράγμα που σε κάμνει να είσαι επιστήμων, με αυτό το ίδιον γνωρίζεις ό,τι γνωρίζεις, ή με τίποτε άλλο; — Με εκείνο που με κάμνει να είμαι επιστήμων διότι υποθέτω ότι εννοείς την ψυχήν· ή δεν θέλεις να πης αυτό; — Δεν εντρέπεσαι, Σωκράτη, να ερωτάς ενώ σε ερωτούν; — Πολύ καλά· μα τι θέλεις να κάμω; είμαι έτοιμος, όπως με προστάξεις· όταν με ρωτάς κάτι τι, που δεν καταλαβαίνω, απαιτείς μολαταύτα να αποκρίνωμαι, χωρίς να σου ζητώ επεξηγήσεις· αι; — Φαντάζεσαι όμως βέβαια πως πάντα κάτι θέλει να πη εκείνο που σε ερωτώ. — Μάλιστα.

ΓΙΑΓΙΑ Όχι. ΓιαΤι με ρωτάς; ΥΠΕΡΕΊΉΣ Ήρθ' ένας νέος κάτου, και κατέβασε τα πράματά του από το αμάξι και τάφερε μέσα, και τώρα μας δίνει διαταγές σα να βρίσκεται στο σπίτι του. ΓΙΑΓΙΑ Περίεργο. Ποιος να είναι αυτός; Πάω να ιδώ εγώ. . . Αυτός είναι, γιαγιά μου, αυτός. Τόνε γνώρισ' αμέσως. Είναι αυτός, αυτός. ΓΙΑΓΙΑ Μα ποιος είν' επί τέλους. Δεν καταλαβαίνω.

Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε!

Κι' αν θέλη ο παπάς να φάη γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα και το τι κάνει η γυναίκα του ενός και ταλλουνού, να μη σκοτίζεσαι. Κύτταζε τη δουλειά σου! — Εγώ ν' ανακατευθώ πια; Κομμάτια να γίνουν όλοι τους! είπε κουνώντας το κεφάλι του. Το καταλαβαίνω και μόνος μου: Η αλήθεια είνε πικρή. Απ' το Θεό να τώβρουν. «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Πέρασα ένα μήνα στο μοναστήρι.

Καταλαβαίνω ότι κάποιος που ήξευρε ότι ο Χαρίνος είνε ζηλιάρης ηθέλησε μ' αυτόν τον τρόπον να του ανάψη τη ζήλια• και αυτός αμέσως εθύμωσε. Αλλ' έννοια σου και αν τον συναντήσω πουθενά θα του μιλήσω. Δεν ξέρει, βλέπεις, τον κόσμο, είνε παιδί ακόμη. ΜΕΛ. Πού να τον δης, πούνε κλεισμένος με την Σιμμίχην: Και όμως οι γονείς του έρχονται και μου τον ζητούν εμένα.

Είναι ανάγκη. Ας ορθή τελοσπάντω να ιδούμε τι θέλει. Α! έχουνε καταντήσει πια ανυπόφοροι. Σηκώνεται σιγά σιγά η Γιαγιά, παίρνει την Αννούλα από το χέρι και φεύγουν. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Κύριε Φιντή, δε φτάνει μονάχα να θέλη κανείς για να πάη ψηλά. Αχ! έχει να κάμη πολύ και η τύχη. ΦΙΝΤΗΣ Τι θέλεις να πης; Δε σε καταλαβαίνω.

Πάρα πέρα, μια γωνιά ψωμί κριθαρίσιο. Ναι, μα το Βάκχο τον προστάτη μου κι' έτσι που λέει ο λόγος, να χυθή το μάτι μου, Δέσποτα, αν καταλαβαίνω το γιατί να κατοικής σ' αρέσει τούτη την ειρκτή. Αυτά, λέει, τα δίδαξεν ένας γιατρός που τον λέγανε Μεσσία. Παράξενη μα την αλήθεια δίαιτα.