United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε·Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα. — Λέγε. — Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι! — Και τι με τούτο; — Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε. — Έτσι έ; — Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι; — Το ενθυμούμαι.

ΑΣΤ. Το καταλαβαίνω μουρέ που ήτανε κάζοκαι το γλέπω, διάολλ' έπαρέ σε κι εσένα· μα άλλο είναι το ατζιδέντε, κ άλλο το κάζο πενσάντο, ετούτο τι ήτανε, ετούτο θέλω να με περσουαδάρης . ΠΕΛ. Ατζιδέντε. ΑΣΤ. Και τι θα πη, ατζιδέντε; ΠΕΛ. Ξέρω γώ; να, άξαφνα θα πη, στοχάζουμε· δεν είναι έτζι;

Την είδες; ΦΛΕΡΗΣΉρθε και με βρήκε εχθές, ότι έφυγες. Μου είπε μάλιστα πως αν με ξανασυναντήση θα κάνη πως δε με γνωρίζει. Καταλαβαίνει τη θέση μου. Είναι γυναίκα μ' αισθήματα, γιατρέ. Πίστεψέ με. Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησε.... Από χθες έχω ένα βάρος στην καρδιά μου. Καταλαβαίνω πως της φέρθηκα άσχημα. ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη την αγαπάς ακόμα. ΦΛΕΡΗΣΔεν στο κρύβω γιατρέ.

Κάματε πολύ κακά ναρθήτε. ΛΕΛΑΤο ξέρω. Το καταλαβαίνω. ΦΛΕΡΗΣΑφού το ξέρετε και το καταλαβαίνετε έπρεπε να μην κάμετε αυτό που κάματε. Ξέρετε πολύ καλά το λόγο. ΛΕΛΑΠίστευα πως θα μ' ακούγατε, πριν με μεταχειρισθήτε έτσι. Υπόθεσα πως θα περιμένατε να μάθετε πρώτα . . . ΦΛΕΡΗΣΔεν έχω να μάθω τίποτε.

ΠΑΝ. Ποίους λέγεις φιλοσόφους; Μήπως εκείνους τους κατσουφιασμένους, οι οποίοι περπατούν πάντοτε κοπάδια και έχουν γένεια όμοια με τα δικά μου, εκείνους τους φλυάρους; ΔΙΚ. Ακριβώς. ΠΑΝ. Δεν καταλαβαίνω τι λέγουν, ούτε εννοώ την σοφίαν των• διότι εγώ είμαι βουνήσιος και δεν έμαθα αυτά τα ευγενικά λόγια των ανθρώπων των πόλεων.

Κύριε δήμαρχε, είπε, δεν καταλαβαίνω τι θέτε να κάμετε; πώς μαθές, ληστάδες είμεστα, ή φονιάδες; Δεν έχω μαθές δικαίωμα να παντρέψω τη θυατέρα μου; Στα τίμια πράματα δεν έχω κανεί ανάγκη! Και τα λεγε αυτά θυμωμένος, με πολλή αγανάχτησι. — Ίσια ίσια γέρω Μαρούπα, που δεν είνε τα πράματα τίμια!

Ναι, δεν ξέρω! Όσα σου είπα τ' άκουσα από τη μάννα μου. — Κ' η μάννα σου πού τα διάβασε; — Πουθενά· απ' τη μάννα της τάμαθε κ' εκείνη. Απ' τη μάννα της κι από τον πατέρα της. Δεν ξέρεις το λοιπόν πως κρατάμε από την ίδια ρίζα; — Το ξέρω, Ελπίδα, το ξέρω και το παραξέρω. Και γι' αυτό καταλαβαίνω πόσο μεγάλοι ήταν οι παππούδες μας. Ενώ εκείνος ο αδερφός μου!...

Όλα είναι καλά! έστω: μα ομολογώ, πως είναι πολύ σκληρό νάχω χάσει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη και να σουβλιστώ από τους Αυτιάδες. Ο Κακαμπός δεν τάχανε ποτές. — Μην απελπίζεστε από τίποτε, είπε στον απαρηγόρητο Αγαθούλη. Καταλαβαίνω λίγο τη γλώσσα αυτών των λαών· θα τους μιλήσω.

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

ΠΡΟΣΠ. Εις τούτη την τρικυμία. — Καταλαβαίνω ότι οι Κύριοι εδώ απορούν για τούτο το συναπάντημα τόσο, που κατατρώνε τον νου τους, και φοβούνται μήπως τους γελούν τα μάτια τους, μήπως τα λόγια τους δεν είναι φυσική πνοή.