Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Εφόρει δε αλλόκοτον εσθήτα, ασυνήθη εις τον τόπον, και ελθούσα Κυριακήν τινα πρωί έκρουσε την θύραν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο μόνη. Η μήτηρ Αθιγγανίς είχεν ακολουθήσει τους δύο υιούς της και τον άνδρα της εις την συνήθη εκδρομήν. Εγερθέντες λίαν πρωί εφορτώθησαν πυράγρας, εσχάρας, καρφία και άλλα τεχνήματα, και απήλθον ίνα τα πωλήσωσιν εις τα περίχωρα. Η δε Αϊμά μόλις είχεν εγερθή και ενεδύετο.

Και τους κατευώδωσε προς το μέρος της καλύβης, όπου οι δύο συμπόται είχαν σηκωθή έκπληκτοι, μη εννοούντες τι συνέβαινε, και ο Λούκας φανταζόμενος την λίμνην ως θάλασσαν, έλεγε·Κανένα δελφίνι θα έπεσε κοντά στη βάρκα. — Φθάνει να μην είνε κανένα σκυλόψαρο, και σου αφανίση τα κεφολόπ'λα, καρδάσ', είπεν ο Παρρήσης.

Αλλ' ενίοτε αι δύο μικραί μάγκαι επανήρχοντο εις την οικίαν ενωρίς, και τότε έβρισκον διασκέδασιν εις το να ρίπτωσι μεγάλους λίθους κατά των τοίχων της καλύβης, Επειδή όμως δεν ετόλμων να πλησιάσωσι πολύ, διότι εφοβούντο την βρεχτούραν του Μάχτου, όστις δεν ηγάπα τα αστεία, φυσικώ τω λόγω οι λίθοι έπιπτον εντός του κήπου της Αϊμάς, και επροξένουν θραύσιν εις τα βασιλικά και εις τον δενδρολίβανον.

Εντός ολίγου έκαμψε προς ταριστερά, παρά τας υπωρείας γυμνού λοφίσκου, και είδε μακρόθεν ο ιερεύς μίαν κέδρον εκεί μονήρη, υπό δε την σκιάν της τους τοίχους της καλύβης του λεπρού. Προ δεκαπέντε ετών υπό τους κλώνας της κέδρου εκείνης είδεν ο Νάρκισσος τον δυστυχή ερημίτην, όστις προ πολλών και τότε ετών κατώκει εκεί.

Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.

Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.

Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη. Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186 . . . εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ' ερρέμβαζεν.

Τρία άστρα έτρεμον άνω προς βορράν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε επιφαινόμενα, έτοιμα να πέσωσιν εις το ατέρμον κράτος του Ποσειδώνος να ταφώσι, και άλλα δύο έφαινον προς μεσημβρίαν, ετοιμόσβεστα ως λύχνος πενιχρός καλύβης χωρικού εν ενιαυτώ εφορίας.

Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε·Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό! Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.

Οι βλάχοι με τας γυναίκας και τα παιδία των ίσταντο έτοιμοι, έκαστος έξω της καλύβης του οι χωρικοί από τα πέριξ χωρίδια είχον ανέλθει εις τα υψώματα, νέοι ακμάζοντες και ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδία, γυναίκες νέαι και γραίαι, όλοι προσηλωμένους έχοντες τους οφθαλμούς προς το ανατολικόν μέρος του ορίζοντος, όπου εγνώριζον ότι εν μέσω του σκότους υψούτο υψηλή ράχη, επί της οποίας θ' ανεφαίνετο ο ιερεύς με την λαμπάδα εις χείρας κηρύσσων εις τους πιστούς την Ανάστασιν του Σωτήρος.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν