Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Παρά τας τέσσαρας γωνίας της καλύβης εκοιμώντο επί του εδάφους οι σιδηρουργοί και αι δύο γυναίκες. Ώρα του ύπνου ήτο συνήθως από της δύσεως του ηλίου μέχρι μέσων νυκτών και τότε αφυπνίζοντο, ήναπτον το πυρ και ήρχιζον την εργασίαν, μέχρι της πρωίας διαρκούσαν. Την ημέραν σπανίως ευρίσκοντο οι άρρενες εν τω εργαστηρίω.
Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας. Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι.
Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του ανέμου την πτώσιν. Και εβάδισε προς την θύραν. Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.
Η καλύβη αυτή ήτο τόσον παλαιά και ερειπωμένη, ώστε ενόμιζες ότι θα πέση· ήτο ωσάν να μη ήξευρεν η ιδία απο ποίον μέρος να πέση, και διά τούτο έμενεν ορθή. Ο δε άνεμος εφυσούσε με τρομεράν δύναμιν, και το παπί εκάθισε χαμηλά διά να μη το πάρη η τρικυμία. Τότε παρετήρησεν ότι η θύρα της καλύβης είχε στραβώσει, και έμενε μία τόσον μεγάλη χαραγματιά, ώστε ημπορούσε να περάση διά μέσου.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της. Όταν την ηρώτησα τι είχε γείνει το «Μεγάλο Δέντρον» το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν·
Μετ' ολίγον όλαι αι ράχεις, πεπληρωμέναι μικρών φώτων, εφεγγοβόλουν εδώ κ' εκεί, εν μέσω της σκοτίας, ως αδάμαντες πολυάριθμοι. Από εκάστης καλύβης τα καρυοφύλλια κ' αι ασημοπιστόλαι ήστραπτον κ' εβρόντων και αι σφαίραι διεσταυρούντο εις τα ύψη συρίζουσαι.
Τω όντι δε ο κήπος εκείνος, μικρός όσον ήτο, απετέλει ευάρεστον θέαμα και ήτο εις αντίθεσιν προς τους σκυθρωπούς και καπνισμένους τοίχους της μελαγχολικής καλύβης. Καθ' όσον ηλικιούτο η Αϊμά, ησθάνετο εν εαυτή ορμεμφύτως της συστολής και ευπρεπείας το αίσθημα. Εντός της ακόμψου εκείνης καλύβης κατώρθωσε να κάμη και είδος κοιτώνος δι' εαυτήν.
Ο γεροντότερος των τριών, ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του συντριβέντος πλοίου, ωμίλει περί αναζητήσεως καλύβης τινός χωρικού, όπως εύρωσι πυρ και στέγην, κ' επαρηγόρει τον υιόν του λέγων: «ας είνε υγιεία, και θα κάμουμε άλλο τσερνίκι μεγαλείτερο». Αλλ' ο υιός του δεν εφαίνετο λυπούμενος τόσον διά το τσερνίκι, όσον δι' ένα ωραίον φλώκον, εκ λευκού πανίου καινουργή, τον οποίον ου προ πολλών ημερών με τας ιδίας του χείρας είχε ράψει, κ' εφαίνετο διατεθειμένος να βουτήση πίσω πάλιν εις την θάλασσαν, με την ελπίδα ν' ανεύρη τον φλώκον.
Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως ενδύση τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρεις άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των. Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει.
Έμπροσθεν της καλύβης ο νέος διέκρινε την στιγμήν εκείνην σκιάν τινα διαγραφομένην, αμαυράν, κύπτουσαν προς το ύδωρ. Ο νεαρός ναύτης δεν επίστευσεν ότι ήτο φάντασμα, ούτε καν βάσκαμα. Εκ της υπόπτου δε ησυχίας, την οποίαν ετήρει η σκιά μετά τον ακουσθέντα μικρόν κρότον, εφαίνετο ότι δεν ήτο αγρίμιον. Ο νέος ενόησεν αμέσως κ' έσπευσε να φωνάξη· — Μην τραβάς! είμαστε φίλοι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν