United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βασίλευε τότες ακόμα στην Περσία ο Κοβάδης. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Ιουστινιανός πως ειρήνη δεν είχε όσο ζούσε ο Κοβάδης, αποφάσισε να ξακολουθήση τον πόλεμο, και μαθόντας πως η στερνή μάχη δεν πήγε τόσο λαμπρά καθώς η άλλη, της Δάρας, φώναξε πίσω το Βελισάριο κ' έστειλε καινούριο στρατηγό, το Μούνδο. Έκαμε κάτι κι αυτός στη Μαρτυρόπολη.

Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρότόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπαμου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε: — Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις. Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό.

Και το πιο αξιοπαρατήρητο, που ευκολώτερα έπιασε το καινούριο κήρυγμα σε τόπους νεοσύστατους και νεοαλλαγμένους, καθώς είταν οι ελληνισμένες χώρες της Μικρασίας, παρά σε παλιούς και μισοσκουριασμένους σαν την καθαυτό την Ελλάδα· πράμα που το παρατηρούμε και σήμερα, που πιο γλήγορα ξαπλώνουνται νέες ιδέες στην Αμερική να πούμε, και στις Εγγλέζικες αποικίες παρά στη γερασμένη την Ευρώπη.

Όταν ήμουν στη Βενετία, μ' έπιασε μια λαχτάρα τρομερή ναν την έβλεπα να βούλιαζε, μαζί με τα παλάτια της και μ' όλες τις θύμησες, και μ' όλη την ιστορία της, και μου ήρθε έπειτα ένας πόθος, κάτι να γεννήσω καινούριο κι όμορφο, όσο άσκοπο κι αν φαίνονταν. Κ' είναι, βέβαια, όλα άσκοπα στη ζωή αυτή, αλλά η δημιουργική δύναμη δεν της μέλει, και όλο γκρεμίζει και ξαναφτειάνει τα ίδια και τα ίδια.

Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο!

Το χώνεμα όμως αυτό δεν είταν και δίχως τα δυσάρεστά του. Επειδή όσο και να χριστιανίζουνταν οι δικοί μας, τα συστήματά τους δεν μπορούσανε να χριστιανιστούν κι αυτά σε μια και σε δυο γενεές, μόνο περνούσανε μέσα στον καινούριο κόσμο σαν κρύφιο φαρμάκι μαζί με το αίμα τους.

Τονέ λάτρευε ο λαός σαν πατέρα του. Όχι μονάχα εξαιτίας που άκουγε την αλήθεια από το θείο του στόμα, και που έβρισκε κάποια πόρεψη με τα ψυχικά που έγινε αφορμή ο Χρυσόστομος και του μοίραζαν κάμποσοι πλούσιοι, μα κ' εξαιτίας τις κοινωνιστικές του ιδέες. Κι ορίστε λοιπόν που μήτε ο Κοινωνισμός δεν είναι όλως διόλου καινούριο πράμα!

Όμως ποτέ δεν επέρασε αιών δημιουργικός που να μην ήταν και της κριτικής τέχνης αιών. Γιατί η κριτική ικανότης είναι που εφευρίσκει καινούριες φόρμες. Η τάσις της δημιουργίας είναι να επαναλαβαίνη τον εαυτό της. Στο κριτικό ένστικτο χρεωστούμε κάθε νέα Σχολή που βγαίνει στη μέση, κάθε καινούριο καλούπι που η Τέχνη βρίσκει έτοιμο στα χέρια της.

Έπειτα, παίρνει και καινούριο αίμα στις φλέβες της, κ' αίμα καινούριο πάει να πη καινούρια δύναμη και ζωή. Αυτές οι ζυμωσιές ξαναδευτερώθηκαν απανωτά στον τόπο μας, αγκαλά όχι καθώς σ' άλλους τόπους.

Τόνοιωθαν κ' εκείνα· άρχισαν κ' εκείνα να τ' αποζητούν το καινούριο. Το είχαν βλέπεις στο αίμα τους. Ε τι γίνηκε σα ρίξαμε το θεμέλιο! Λίρα εγώ, λίρα ο μακαρίτης, κολλωνάτα τα παιδιά. Σφάξαμε και τον κόκκορα, έναν κόκκορα τόσον δα! στοιχειό μονάχο. Κι από τότε πού να βρούμε ησυχία. Μέρα νύχτα το σπίτι μπροστά μας· όσο ψήλωνε, ψήλωνε κ' εμάς τόνειρό μας. Και τώρα έμπαινα σα νάμπαινα στον Παράδεισο.