Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Εδώ κι εκεί όμως, στα κάγκελα του μπαλκονιού, εκτός από τα κομψά κολονάκια που ήταν άθικτα ακόμη, φαίνονταν τα υπολείμματα μιας κορνίζας στολισμένης με ανάγλυφα φύλλα, λουλούδια και φρούτα και ο Έφις θυμόταν ότι από μικρό παιδί ακόμη εκείνο το μπαλκόνι είχε ξυπνήσει μέσα του έναν θρησκευτικό σεβασμό, όπως ο άμβωνας και το κάγκελο του ιερού της εκκλησίας.
Το καταμεσιανό το μέρισμα χωρισμένο στη μέσο με κάγκελα, κ' είτανε για τον κλήρο· το δεξί το μέρισμα για τους άντρες, ταριστερό για τις γυναίκες. Η δυσκολία πούβρισκε τότες ο αρχιτέχτονας της Βασιλικής είτανε να φέρη μαζί την ίσια γραμμή και τη γυρτή· την κολώνα και την καμάρα. Πρώτο τέτοιο κατόρθωμα έγινε στο περιστύλιο του παλατιού του Διοκλητιανού.
Άλλοι έτρεξαν κ' εστήλωσαν τα κεφάλια τους στα χοντρά κάγκελα του παραθυριού κατά τη σκάλα, να ιδούν όξω τι τρέχει. Όταν έπαψαν τα πατήματα απόξω, εφάνηκε ανάμεσα από το σιδερόφραχτο φεγγίτη της πόρτας του Αρχιφύλακα η λιοκαημένη μορφή, κάτου από το βυσινοκόκινο φέσι του. — Εδώ, Σκοπέ! έκαμε βροντερή κι άγρια του Κυρ-Λοχία η φωνή, μπρος την πόρτα.
Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον Άγιον Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο Άγιος Πέτρος, ακούς, είν' ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον καλήτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί στο μεθύσι.
Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα. Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι. — Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο. Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής.
Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού πρασίνιζε στο βάθος το βουνό.
Ο Παύλος κάθε βράδυ περνούσε από το σπίτι τους σκυφτός και συλλογισμένος κ' εκείνη καθότανε πάντα κάτω στο περιβόλι, μ' ένα εργόχειρο στο χέρι. Το βήμα του Παύλου ακουότανε πάντα την ίδιαν ώρα, σιγαλό και ρυθμικό, στην ώρα του δειλινού κ' ύστερα η σκιά του περνούσε όξω απ' τα ψηλά κάγκελα του κήπου, αφίνοντας ένα συνεφάκι καπνού από τσιγάρο νανεβαίνη αλαφρυά στον ήσυχον αέρα.
Ολοένα και περσότερο γινότανε χαρούμενος και προχώρεσε παρέκει ως το λιβάδι κάτω, όπου είναι το μικρό εξοχικό βασιλικό παλάτι, κι όταν βγήκε όξω στο δρόμο άρχισε να τρέχη. Έτρεξε, έτρεξε κι όταν έφτασε στην ψηλή πόρτα με τα κάγκελα, είδε πως είτανε πάλι κοντά στο σπίτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν