United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε είπε κι' η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναί, που ναν του κοπεί η ζωή και ναν του σβύσει η νιότη εδώ μες στην πατρίδα του απ' Αχαιού κοντάρι!

Της είπε του κόσμου τους επαίνους. «Είντα ώμορφος απού 'ν' ο γυιός σου, Ρηγινιό. Δύο τρεις φορές απού τον έχω θωρώντα απομείνανε τα μάτια μου απάνω του. Σα θάνε οι νιοι έτσα νάνε! Μα κεμένα η θυγατέρα μου εγίνηκε μια κοπέλλα, που 'ν' ένα τόνομά τση στη χώρα!. .. . Και πόσοι δεν τηνε ζητούνε! Μα 'γώ θέλω να τήνε παντρέψω στο χωριό να την έχω κοντά μου. Ένα παιδί τόχω ... .»

Εγώ εις εκείνο το αναμεταξύ, που ο βασιλεύς ευρίσκονταν μαζί με τον Αλή, ήλθα εις περιέργειαν διά να ιδώ τον βασιλέα, και απεφάσισα να έμβω εκεί που αυτός ωμιλούσε με τον Αλή. Εμβήκα λοιπόν ωσάν θυγατέρα του ζωγράφου, μην υποπτεύοντας κανένα εναντίον· μα εγελάσθηκα. Ο βασιλεύς ευθύς που με είδεν ετρώθη από τον έρωτα διά εμένα, το οποίον καταλαμβάνοντας το ετραβήχθηκα από εκεί.

Όταν την επιούσαν εξύπνησεν ο Μανώλης εις της αδελφής του, όπου είχε κοιμηθή, έμαθε δύο ευχάριστα πράγματα· ότι η διαγωγή του κατά την συμπλοκήν με τους Τούρκους είχεν ενθουσιάση τους χωριανούς και ότι ο Σμυρνιός είχεν αρραβωνιάση την θυγατέρα του Συμβούλου.

Ένα σπερνό που αράδιαζε τέτοιους καϊμούς στ' αστέρι Ο ερωτεμένος ο βοσκός γερμένος στο ραβδί του Κ' έκρυβε στα δυο χέρια τον τα μάτια του που κλαίγαν, Από του λόγγου τα δεντρά προβαίνει ξάφνου η Χρύσω, Του αφεντικού του η μοναχή κι' αμάλαη θυγατέρα.

Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, 'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•

Ταύτα ακούσας ο Οτάνης ήρχισε να εννοή καλλίτερον το πράγμα· έπεμψε λοιπόν προς την θυγατέρα τρίτην αγγελίαν λέγουσαν ταύτα· «Ω θύγατερ· διά την λαμπράν σου γέννησιν πρέπει να αναδεχθής τον κίνδυνον εις τον οποίον ο πατήρ σου σε διατάττει να εκτεθής.

Ομοίως εις πάσαν συνάντησίν της με τον Μανώλην κατεγίνετο συστηματικώς πλέον να τον πείση ότι δεν έπρεπε να επιμένη εις τας προσπαθείας του διά την θυγατέρα της. — Και να τηνε πάρης είντα να τήνε κάμης σα δε θέλει; Όλη σας τη ζωή θα περάσετε με γρίνιες και μαλώματα. Κ' εγώ ήλεα να τήνε πάρης και χίλιες φορές τση μίλησα και τήνε συργούλεψα.

Αλλά το μόνον το οποίον ενόησεν εκ των λόγων της χήρας ήτο ότι τον εσυμβούλευε να παραιτηθή από την θυγατέρα της. Και με πείσμα είπεν: — Εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει! Η στενοχώρια του Μανώλη διά την αποπομπήν του δεν διήρκεσε πολύ.

Η γραία, ταραχθείσα εκ της αιφνιδίου ταύτης προσφωνήσεως παρεπάτησε και έθραυσε το φανάριον εις τον τοίχον. — Καλώς τηνε την θεια το Καράβι! Προς τας φωνάς ηγέρθησαν και οι δυο ποιμένες τρίβοντες τους οφθαλμούς των. — Καλώς τηνε την θεια Μυγδαλίτσα! επανελάμβανε το παιδίον. Η θεια Μυγδαλίτσα ήτο χήρα έως εξήκοντα ετών. Υπανδρευθείσα εις μικράν ηλικίαν απέκτησεν υιόν και μετά δεκαετίαν θυγατέρα.