United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απαντά η θεά Αθήνα, του Δία η θυγατέρα «Ναι έτσι, προφυλαχτή, ας γένει, και με την ίδια γνώμη ήρθα κι' εγώ οχ τον Έλυμπο κατά τα διο τα' ασκέρια. 35 Μον έλα, πώς τον πόλεμο σκοπέβεις ναν τους πάψεις

Εις τοιούτον βαθμόν κακοηθείας έφθασεν ο Χέοψ ώστε έχων ανάγκην χρημάτων εισήγαγεν, ως λέγουσι, την θυγατέρα του εις πορνείον και την διέταξε να συνάξη ποσότητα τινα, αγνοώ πόσην διότι δεν με την είπον οι ιερείς.

Μα τον Προφήτην εφώναξε, κάποιος σου έδωσε να καταλάβης ένα ψεύμα επειδή και σε βεβαιώνω, ω αυθέντη, ότι η θυγατέρα μου είναι κρατημένη, κολοβή και ιδροπικιασμένη. Ας είναι, αντίκοψεν ο Κατής, εγώ την δέχομαι εις τούτην την μορφήν που είναι, επειδή και αγαπώ παρόμοιες κόρες! τοιαύτης λογής είναι η άρεσίς μου, και εσένα δεν πρέπει να σε μέλη δι' αυτό.

Το βασίλειον της Κασμυρίας εκυβερνώνταν από ένα βασιλέα ονομαζόμενον Τοχρούλμπεη· αυτός είχε μίαν θυγατέρα μονογενή ονόματι Φαρουχνάζ, η οποία υπερέβαινε την πλέον ωραίαν του κόσμου εις την ευμορφάδα, και ήτον ένα θαύμα της ωραιότητος.

Ο Αντίπας είχεν ήδη σύζυγόν την θυγατέρα του Αρέθα, ηγεμόνος της Αραβίας, και ούτε αυτός ούτε η Ηρωδιάς ήσαν πλέον νέοι. Ο Αντίπας υπεσχέθη να διαζευχθή την νόμιμον σύζυγόν του και να την νύμφευε. Αι ελαφροτέραι των κακιών μας γίνονται όργανα προς τιμωρίαν μας.

Σιμά εις αυτόν εκάθητο η θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον.

Ο μέγας Δερβύσης έμεινε γεμάτος από χαράν διά την κατάπεισιν της Βασιλοπούλας, όθεν της είπε· θυγατέρα μου, θέλω απόψε να συμβουλευθώ με τον Καισάγιαν επάνω εις αυτό, διά να ιδώ τι χρεία κάνει να κάμης διά να απολαύσης την ακμήν του πόθου σου, και αύριον θέλω σου ειπεί την απόκρισίν του.

Βήξιμον γέροντος ήλθεν από τα πρόθυρα της οικίας, έπειτα εφάνη εισερχόμενον διά της θύρας μακρόν ξύλον και μετά μίαν στιγμήν ενεφανίσθη και η φέσα του Θωμά, ήτις είχε χάσει ολίγον την ακαμψίαν της εκ της προστριβής εις το ξύλον. Συγχρόνως ηκούσθη η φωνή του γέροντος καλούντος την θυγατέρα του: — Μωρή Πηγιό, έλα να μου βουηθήξης.

Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν απόφασιν.

Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση την θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα τόσον ζημιώδες.