Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ηθέλησε κατόπιν πάλι δια να λειτουργήση, όμως οι Άγιοι όλοι εν χορώ τον απηρνήθησαν, δηλαδή, τον αγριοκύτταζαν ωσεί εν πυρί και ρομφαία: ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Άγιος Ελευθέριος σήκωσαν ο καθένας τους το βαρύ Ευαγγέλιον όπου εκρατούσαν να του το ρίξουν κατακέφαλα· ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος σήκωσε το ραβδί με τον σταυρόν να τον πατάξη• ο Άγιος Μηνάς κ' οι Άγιοι Θεόδωροι και ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος κέντρισαν τάλογά τους να τον ποδοπατήσουν και να τον λογχίσουν· η Αγία Αικατερίνη κ' η Αγία Βαρβάρα κ' η Οσία Πελαγία απέστρεψαν το πρόσωπον τους απ' αυτού.
Ότε δε ηθέλησε να καταφύγη εις την καλύβαν της, εύρεν αυτήν αδύνατον να κρατήση τον φοβερόν εκείνον όμβρον.
Ο άρπαγος αυτός, ευθύς που εκηρύχθη διά βασιλεύς, ηθέλησε να με πιάση και να με θανατώση, διά να μην έχη πλέον φόβον από το μέρος μου. Μα ο βεζύρης μου με την φρονιμάδα του ηύρε τον τρόπον διά να με βγάλη από τον θυμόν του τυράννου· όθεν με επήρε μίαν νύκτα και εφύγαμεν, και από κρυφές στράτες εφθάσαμεν εις την Θέμπα. Επήγαμεν, λοιπόν, και εκατοικήσαμεν εις την βασιλεύουσαν.
Την επαύριον τους απέδωκε το δικαίωμα του ιερωθύτου· ο Αντίπας εδείκνυε απελπισίαν, ο Βιτέλλιος έμεινεν απαθής. Αι θλίψεις του εν τούτοις ήσαν μεγάλαι· εξ αιτίας του υιού του εκινδύνευε να χάση την περιουσίαν του. Μόλις ο Αΰλος έπαυσε να κάμη εμετόν και ηθέλησε να φάγη πάλιν. — Να μου δώσουν μαρμαρόκονιν σχιστόλιθον της Νάξου, νερό της θαλάσσης ότι κι' αν είνε, να πάρω έν λουτρόν;
Αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καταστρέψη τον Νόμον, αλλά να τον εκτελέση. Έλαχεν εις αυτόν ο κλήρος «να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην». Και υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον προς σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και εβασανίσθη χάριν ημών, και ηθέλησε να μας διδάξη την πνευματικήν περιτομήν, — την περιτομήν της καρδίας, — την περιτομήν πάσης αισθήσεως της σαρκός.
Εξύπνησε κ' εκείνη, κ' ενώ να φύγη απ' εδώ την επαρακαλούσα, κ' εις του Θεού τους ορισμούς υποταγήν να δείξη, μ' εξίππασεν ο θόρυβος κ' εβγήκ' από το μνήμα. Εκείνη δεν ηθέλησε να με ακολουθήση, κι' απελπισμένη, φαίνεται, 'σκοτώθηκε μονάχη. Αυτά γνωρίζω. — Ήξευρε τα στεφανώματά της η παραμάνα της. — Εάν εις όλα τούτα πταίω, ας παιδευθώ.
Κάτι άγρια πουλιά επέρασαν από 'πάνω μου, ένα κοπάδι, και τα είδα με απελπισίαν. Μ' εφοβήθηκαν! Εκρύωνα. Εζάρωσα εις την σπηλιά και είπα: — Έρμαις εληαίς! Και απόμεινα εκεί όπως με ηύρατε. Λίγο ακόμα, και θα τελείωνα με της παληοεληαίς, Κολλήγα! — Μη της ξαναλές πλεια, Κολλήγα. Ας πάνε στο καλό. Είσαι όμως και λίγο αράθυμος. Ο ποιμήν δεν ηθέλησε να τον αποκαλέση φιλάργυρον.
Να μας θεωρήσετε λοιπόν κ' εμένα και τους άλλους εδώ ωσάν ιδικούς σας προσκαλεσμένους και να μας περιποιηθητε διά να σας επαινέσωμεν και ημείς. Και ημείς μεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ηρχίσαμεν να τρώγωμεν, αλλ' ο Σωκράτης δεν ήρχετο. Ο Αγάθων πολλάκις ηθέλησε να στείλη να τον καλέσουν, αλλ' εγώ δεν τον άφινα.
Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του. Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της.
Μετά πολλάς αναζητήσεις, εφάνη τέλος ως σκιά τις προσεγγίζουσα. Η νέα την έβλεπεν έκπληκτος, και ηθέλησε να τη ομιλήση πρώτη. Αλλ' η ξένη ένευσεν επιτακτικώς να σιγήση, και ανοίξασα το στόμα τη είπε μυστηριωδώς: «Ζητείς να μάθης ποίον δρόμον θα βαδίσης; Έχε θάρρος. Βαδίζεις τον άριστον, τον δρόμου του μαρτυρίου». Η Αϊμά δεν ενόησε τι εσήμαινεν η φράσις αύτη: ο δρόμος του μαρτυρίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν