United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο χαράκτης μιας εικόνας αφαιρεί από τη ζωγραφιά τα όμορφα χρώματά της, όμως μας δείχνει με τη χρήση καινούριου υλικού τον αληθινό χρωματισμό της, τον τόνο και την αξία της και τις σχέσεις που έχουν αναμεταξύ τους οι μάζες της· κ' έτσι είναι κι αυτός ο κριτικός της εικόνας, γιατί κριτικός είν' εκείνος που μας δείχνει ένα έργο Τέχνης σε φόρμα διαφορετική από τη φόρμα του έργου, και η χρήση καινούριου υλικού είν' ένα στοιχείο τόσο κριτικό όσο και δημιουργικό.

Την θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια ζωγραφιά πολλά τελεία και εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου δεν εξεκολλούσαν από εκείνην την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν έρωτα.

Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη.

Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά!

Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι, ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα. Τώρα με τούτοΛΑΕΡΤΗΣ Τι με τούτο, Κύριέ μου; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου; ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά, θωριά χωρίς καρδιά; ΛΑΕΡΤΗΣ Τι το ερωτάς;

Κι έτσι θάστε μια ζωγραφιά αγαπημένη και τι όμορφη μέσα στη σκιά και τα χρώματα του δάσους.

Πλατειά και μεγάλη απλονόταν η αεροΰφαντη ζωγραφιά, που την βλέπει καθένας και αλλοιώτικη, σύμφωνα με του νου τα καμώματα και της ψυχής τους πόθους. Πόσες φορές κ' εγώ στην πλώρη ξαπλωμένος, είδα εμπρός μου ολοζώντανα τ' άπιαστα της φαντασίας μου πλανέματα κ' επλημμύρισε μια στιγμή από χαρά η καρδιά μου!

Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον.

Λαλούν ακόμα οι κοκόροι του χωριού, ο μεγάλος κήπος με το μικρό σπιτάκι πλέει όλος σ' ένα μισοφωτισμένο πέλαγος ευτυχίας πιο αρπαχτικής, κι αυτός προτού να χάση μια τέτοια αγαπημένη ζωγραφιά για πάντα απ' την όψη του, στην άκρη του πυκνοφυτεμμένου μονοπατιού, γυρίζει πίσω μια φορά ακόμα τα μάτια του...