Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Σεπτεμβρίου 2025
Ως κ' οι κακογεράματοι γέροι, που τις μύξες τους έτρωγαν, τα πόδια τους να πάρουν δε μπορούσαν, κ' εκείνοι ακόμα εξεκίνησαν ναρθούν. Πανηγύρι, γλέντι, κοσμοχαλασμός μέσα κ' έξω. Ο πάγκος με τα μπουκάλια ταδιανά και τους ξεθωριασμένους &Αριστοφάνηδες& γύρω στολισμένος, έκανε τόρα χρέη θεωρείου. Ντροπαλές, μισοκρυμένες είχαν τρυπώσει από νωρίς όλες οι γειτόνισσες κ' οι καλές γειτονοπούλες του Γιάνη.
Επειδή και εσύ είσαι ένας ζητουλιάρης μου είπεν ένας από τους δύο, ευχαρίστησε τον Ουρανόν που μας εσυναπάντησες· εμείς θέλομεν να σου δώσωμεν να φας, και να πιής καλά. Έτσι λέγοντάς μου με έφεραν εις τον τάφον, εις τον οποίον τέσσαρες από τους συντρόφους του έτρωγαν ραπάνια μεγάλα και χουρμάδες, και έπιναν ρακήν.
Αλλ' επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τα έξοδα «τον έτρωγαν!». Είτα αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν.
Τσακωνόταν με όλους, και ζήλευε τόσο τα καλά των άλλων, που όταν περνούσε πλάι από ένα όμορφο κτήμα έλεγε: «που να σας το φάνε τα δικαστήρια». Τα δικαστήρια όμως στο τέλος έτρωγαν τα δικά του χωράφια και μια πρωτάκουστη συμφορά τον βρήκε ξαφνικά σαν θεϊκή τιμωρία για την έπαρση και τις προκαταλήψεις του.
Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και τα έτρωγαν με πολύν πόθον.
Μήτε άνθρωπου δούλους δε θα μπορούσε να ιδή κανένας ν' ακούν έτσι στην προσταγή του αφέντη. Κι όλοι οι άλλοι λοιπόν εθαύμαζαν και περισσότερο η Κλεαρίστη· κι ωρκίστηκε πως τα δώρα που έταξε θα του τα δώση, επειδή ήτανε καλός γιδάρης κ' ήξερε και μουσική. Κι αφού γυρίσανε στο εξοχικό εγιωμάτιζαν κ' έστειλαν και στο Δάφνη από όσα έτρωγαν.
Καιρό τόρα, οι αρχηγοί σε κάθε δωμάτιο και σε κάθε μια αχτίνα, βαρυποινήτες αφτοί βαμμένοι μες το αίμα που τον πατέρα τους έτρωγαν, επροφωνήθηκαν κ' εκρυφοκουβέντιασαν αναμεταξύ τους μεγάλην και φριχτήν απόφαση να λάβουν.
Η τοιαύτη διαγωγή ήτο τόσον μάλλον αξιοθαύμαστος, καθ' όσον ουδεμία υπήρχε βεβαιότης, ότι θα ημείβετο λαμβάνον όλα τα φαγώσιμα. Οι θαυματοποιοί υπερηγάπων βεβαίως τον σκύλον των, αλλά και δεν έτρωγαν ή τουλάχιστον δεν εχόρταιναν οι ίδιοι καθ' ημέραν.
Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και ο Έφις κοίταζε το αγριοτριαντάφυλλο σαν να μιλούσε μόνο σ’ αυτό. «Ο Θεός μόνο μπορεί να σκοτώνει.» Σταμάτησε όμως την κουβέντα επειδή από μακριά η ντόνα Έστερ του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήταν ώρα για φαγητό. Τον Τζατσίντο τον είχε καλέσει ο παπάς και όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έτρωγαν με καλή συντροφιά. Από τις καλύβες έβγαινε καπνός η τσίκνα.
Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν