Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κατής ακούοντας τέτοιες μαρτυρίες, άνοιξε τα μάτια του, και ευθύς έστειλε μερικούς τζοχανταρέους του διά να εύρουν εκείνους τους πραγματευτάδες· μα εστάθη ματαίως η ζήτησίς του· επειδή και οι άνομοι ωσάν είδαν που ο Κατής με εφυλάκωσε, φοβούμενοι διά να μη φανερωθούν ψεύται, εμβήκαν εις ένα καράβι εκείνην ημέραν και εμίσευσαν με καλόν αέρα.

Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα. — Έχει τους πόνους! . . . ανέκραξεν εν άκρα απορία ο άνθρωπος. Τι λες, χριστιανή μου; — Έχει κι' άλλο παιδί στην κοιλιά της! εσχυρίσθη με τόλμην η Φραγκογιαννού. — Άλλο παιδί στην κοιλιά της! — Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό, να φωνάξης τη μαμμή! . . . να πης και του γιατρού ναρθή! Ο Λυρίγκος εστάθη.

Αυτός ο βασιλέας εκάθονταν επάνω εις το θρονί του, και ωσάν είδε τον Αμπτούλ εσηκώθη με βίαν και επήγε και τον εδέχθη· τον οποίον εκράτησε πολλήν ώραν είς τες αγκάλες του χωρίς να ημπορέση να προφέρη λόγον, τόσον μεγάλη εστάθη η χαρά του· και αφού έλαβε την αναπνοήν του, είπε του Αμπτούλ.

Λυπημένη εστάθη η Φωτεινή και έβλεπεν Ω, ναι, πολλά δεν ημπορούσαν πλέον να κινηθούν, άλλα ήσαν κάτω πεσμένα και άλλα, ενώ είχαν αναβή επάνω εις το κλαδί διά ν' αρχίσουν να πλέκουν το κουκούλι των, έμμενον εκεί με την κλωστήν εις το στόμα, χωρίς να έχουν την δύναμιν να προχωρήσουν. — Άκουσε τι θα κάμω, είπεν επί τέλους η Φωτεινή.

Ως τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά να ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον.

Ειξεύρω τούτο . . . . Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας εις το μέλλον; Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος. — Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα! . . . Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα.

Ύστερα από αυτό ο αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το φως της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί να είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις έναν άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ.

Εστάθη μεγάλη η κραυγή που έκαμα, τόσον που εξύπνησα τον βασιλέα που εκοιμάτο, ο οποίας με ερώτησε το αίτιον της κραυγής μου και εγώ του ωμολόγησα εκείνο που είδα.

Οπόταν οι γειτόνοι μου με έκαναν να ξαναλάβω τες αίσθησές μου, εσηκώθηκα και έτρεξα εις τον Κατή, και ανήγγειλα το συμβεβηκός μου. Αυτός έστειλεν ευθύς πολλούς καβαλαρέους εις τες στράτες διά να χαλέψουν τους φονείς και άρπαγας, μα δεν εστάθη τρόπος που να λάβουν καμμίαν είδησιν.

Ο Μανώλης ηγέρθη και αυτός, επλησίασεν εις το παράθυρον, εστήριξε τα νώτα επί του τοίχου, κ' εστάθη αναποφάσιστος. Ουδείς των δύο απεφάσιζε να δώση πρώτος το παράδειγμα της αποχωρήσεως.