United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εστάθη όπισθεν των θυρών του εργαστηρίου του, όταν πρώτην φοράν τας ήνοιξε και επέδειξε το έργον, και ήκουε τας κρίσεις των θεατών, κατηγορούντων ή επαινούντων το άγαλμα• έλεγε δε ο μεν ότι η μύτη ήτο παχυτέρα του πρέποντος, ο δε ότι το πρόσωπον ήτο πάρα πολύ επίμηκες και άλλος άλλο.

Οι εχθροί λοιπόν μείναντες την νύκτα εκείνην αφύλακτοι ωχυρώθησαν καλήτερον και έστειλαν εις τα πλησιέστερα εχθρικά στρατόπεδα διά να πέμψωσι βοηθείας όσον το δυνατόν ταχύτερον. Εις την συμπλοκήν ταύτην από τους Έλληνας εφονεύθη είς και επληγώθησαν πέντε· ασήμαντος πρέπει να εστάθη και η ζημία των εχθρών· διότι επολεμούσαν από τας οικίας.

Επειδή υπέθεσαν ότι ωμίλει περί συνήθους ύπνου, εδέησε να τους είπη καθαρά ότι ο Λάζαρος απέθανε, και έχαιρε δι' αυτούς, επειδή θα απήρχετο να τον επαναφέρη εις Την ζωήν. «Υπάγωμεν και ημείς, είπεν ο φιλόστοργος αλλά δύσθυμος Θωμάς, ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού»· ως εάν έλεγεν, είνε ανωφελές και επικίνδυνον το σχέδιον, αλλ' όμως ας υπάγωμεν. Αλλ' άμα φθάσας, εστάθη έξω του μικρού χωρίου.

Αισθανθείς ο Κύριος ότι ιαματική δύναμις εξήλθεν απ' Αυτού, αναγνωρίσας την μαγνητικήν επαφήν της πίστεως, εστάθη και ηρώτησε: «Τις μου ήψατο των ιματίωνΥπήρχέ τι το ανυπόμονον εις την απάντησιν του Πέτρου, ότι εν μέσω τόσου συνωθισμού ήτο άτοπος τάχα η ερώτησις.

Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν την βασίλισσαν Ρετζίαν, εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την στράταν. Και μίαν ημέραν που εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ λέγει του Βεδρεδίν.

Ευθύς που ο Αμπτούλ εκατάλαβε πώς ο Καλίφης ήτον εκστατικός και διά την σκλάβαν, ευθύς την επήρε, και την έβγαλεν έξω από τον χοντζερέ. Εστάθη αυτό μία νέα πληγή του Καλίφη, και ολίγον έλειψε που να μη φανερώση την αγανάκτησίν του και την οργήν· εκρατήθη όμως καθώς ημπόρεσε. Και ξαναγυρίζοντας ο Αμπτούλ εξακολούθησαν να ξεφαντώνουν έως εις το βασίλευμα του ηλίου. Ο Καλίφης τότε του είπεν.

Εγώ εις αυτά τα λόγια εσηκώθηκα όλως σκοτισμένος· και ακολούθησα την κυράν, που με έφερεν εις τον οντά του Ναμαρά. Σε αφίνω να στοχασθής τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, οπόταν είδα εκείνον τον άθλιον φονευμένον και κυλισμένον εις το αίμα του.

Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθη, κ' εκύτταξε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εαυτήν εν ασφαλεία. Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν.

Εκεί ηύρα μία νέαν Κυράν με πολλά σίδερα δεμένην χέρια και πόδας, και είχε το κεφάλι κατεβασμένον εις τα γόνατά της, και εθρηνούσε την κατάστασίν της. Επλησίασα εις αυτήν παρακινούμενος από ευσπλαχνίαν, διά να την ελαφρώσω, μα τι λογής εστάθη ο θαυμασμός μου, οπόταν εκείνη εσήκωσε το κεφάλι, και εγνώρισα εις εκείνην την δυστυχισμένην την ευργέτιδά μου, την ωραίαν Γουλνάζε!

Αυτά τα δικαιολογήματά μας εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό εστάθη περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη.