Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις το σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ· Εγώ σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι' αγάπην μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα επειδή και το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του κατατυρανείται, πρέπει να τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, και διά τούτο είνε χρεία να μεταβάλης τον θυμόν σου.
— Τίποτε άλλο, είπε, παρά καλάς βέβαια ειδήσεις. — Ο Θεός να δώση, είπον εγώ· αλλά τι τρέχει; Και διά ποίαν αιτίαν ήλθες τόσον πρωί; — Ο Πρωταγόρας έφθασεν, είπεν, αφ' ου εστάθη πλησίον μου. — Από προχθές, είπον εγώ, και συ τώρα το έμαθες; — Μα τους θεούς, είπε, το εσπέρας βέβαια το έμαθα.
Εις τους νέους τα γονατίσματα, εις τους νέους πρέπουν!. . Και προτείνας τον αριστερόν πόδα και πλαγιάσας ολίγον ίνα στηριχθή όλος επί του δεξιού εστάθη ακίνητος, άκαμπτος ως ανδριάς, ύψωσε το όπλον, έκλινε την κεφαλήν προς την ακτηρίδα, εσκόπευσε κ' επυροβόλησεν.
Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες ζαρωματιές του προσώπου.
Η χαρά που αυτός έλαβεν εις το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που εκατάτρεξαν.
Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα, υπό την σκιάν δένδρου, και καλέσας διά νευμάτων τον μπάρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλή διά μακρών, ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας, προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανώλης έσεισε την κεφαλήν, και απεμακρύνθη βραδέως, υποσχόμενος ότι θα επανέλθη.
Έως έξω από τον ελαιώνα συνώδευσεν ο παππούς την εγγονήν του· πριν αρχίση ο ανηφορικός δρόμος, η Φωτεινή εστάθη. — Θα κουρασθής, παππούλι μου, του είπε, μη λυπήσαι που φεύγω, πολύ γρήγορα θα ξαναέλθω. Εκείνος εκάθισεν εις μίαν πέτραν και την εκαμάρωνε, καθώς του εκινούσεν η μικρά το μανδήλι της, ενώ απεμακρύνετο.
Ως τόσον η σκαμπαβία, την οποίαν οι δύο φυγάδες δεν έπαυσαν να κατασκοπεύωσιν, αφού έκαμεν ικανόν δρόμον με την πρώραν προς ανατολικήν κατεύθυνσιν, αίφνης, άμα έφθασεν εις την απωτάτην άκραν του τρίτου και ανατολικωτάτου νησιδίου, εστάθη επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ο Μαθιός υπέδειξε το πράγμα εις την συνταξειδιώτισσαν. — Ξέρω τι είνε, είπεν αύτη. — Τι είνε; — Τώρα θα ιδής.
Η θύρα ηνοίχθη αθορύβως ως υπό άυλου ωθουμένη φυσίματος και το φάσμα διηυθύνθη προς την κλίνην, βαδίζον επί της άκρας των γυμνών ποδών του. Το νέφος, το φάσμα, ο βρυκόλαξ, η Ιωάννα τέλος πάντων, εστάθη παρά την κλίνην και, ενθαρρυνομένη υπό της ακινησίας του νεανίσκου, ήρχισε να λείχη διά του άκρου των χειλέων τας παρειάς του απηγορευμένου εκείνου καρπού, ον δεν ετόλμα να δαγκάση.
Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν