United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον θεωρούσε πάντα απλοϊκό άνθρωπο. «Που…. που συμφωνείτε όλες για τον ερχομό του Τζατσιντίνο;» «Ναι, είμαι ευχαριστημένη. Έτσι έπρεπε να γίνει.» «Είναι καλό παιδί. Θα πλουτίσει. Πρέπει να του αγοράσουμε ένα άλογο. Όμως…..» «Όμως;» «Δεν πρέπει να τον αφήσουμε πολύ ελεύθερο, στην αρχή. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά… Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί.

Η ανοιξιάτικη αναστάτωσή της κάθε χρόνο δεν έπαυε με τον ερχομό του καλοκαιριού, αντίθετα κάθε μέρα και περισσότερο μια έντονη ανάγκη μοναξιάς την έσπρωχνε να κρύβεται για να παραδίνεται καλύτερα στο βάσανό της, όπως ένας άρρωστος που δεν ελπίζει πια να θεραπευθεί. Εκείνη την ημέρα ήταν μόνη.

Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Φαίνονται να χαίρουνται για τον ερχομό μου, φαίνονται πως στολίστηκαν για μένα. Μπροστά στα μάτια μου τόρα, που σου γράφω, έχω μια χαριτωμένη αγροτική ζωγραφιά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Από την πλατεία κάτω με κοιτάζουνμε κοιτάζουν; όχι, η λέξη δε λέει τίποτε, με κατατρώγουν με τα μάτια, ήθελα να πω, ένα σωρό επαρχιώτες, καθισμένοι στ' αντικρυνό καφενείο.

Σηκώθηκε η γριά ορθή κι' είπε στη Μαριανθούλα περίλυπα: — Να το σήκωμα των φτερών της κόττας! Πάη κι' αυτή η ελπίδα! Το σημάδι έδειχνε τον ερχομό του παπά, πούρθε από το χωριό τ' να μας λειτουργήσ' αύριο..

Ο άνεμος τους ήρθε καλός κι' αλαφρός, κ' ένα πρωί, πριν από την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν. Εκεί δίχως άλλο ο καλός αυλάρχης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, θα τους φιλοξενούσε και θα μπορούσε να κρατήση μυστικό τον ερχομό τους.

Αλλά, καθώς ήταν σκυμμένος στο νερό της πηγής, είδε να καθρεφτίζεται μέσα η εικόνα του Βασιληά. Α! αν μπορούσε να σταματήση τα ξυλαράκια που φεύγουν. Αλλά όχι, τρέχουν γρήγορα, διά μέσου του κήπου. Κει κάτω στην αίθουσα των γυναικών η Ιζόλδη παραμονεύει τον ερχομό τους. Τώρα, δίχως άλλο, θα τα είδε, θάρχεται! Ο Θεός να προστατέψη τους αγαπημένους. Έρχεται!

Το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Πότε δεν συμφωνήσαμε; Μέχρι τώρα, πάντα.» «Ναι… όμως φαίνεται ότι δεν είστε ευχαριστημένη από τον ερχομό του Τζατσίντο.» «Πρέπει ν’ αρχίσω να τραγουδάω; Δεν είναι δα και ο Μεσσίας!», είπε μπαίνοντας πλάγια στο πορτάκι απ’ όπου φαινόταν το εσωτερικό ενός λευκού δωματίου με ένα παλιό κρεβάτι, μια παλιά κασέλα, ένα παραθυράκι χωρίς τζάμια, ανοιχτό με φόντο το πράσινο του Βουνού.

Η ντόνα Ρουθ από τη μεριά της ονειρευόταν κάθε βράδυ τον ερχομό του ανιψιού και κάθε μέρα κατά τις τρεις, την ώρα που έφτανε η ταχυδρομική άμαξα, κρυφοκοίταζε από την εξώπορτα. Η ώρα όμως περνούσε και όλα παρέμεναν ακίνητα τριγύρω.

Και να τος πράγματι ο Τζατσίντο που έρχεται βιαστικός, ξεσκούφωτος, με τα μαλλιά του και τα ρούχα άσπρα από το αλεύρι. Κάποιος είχε πάει να τον ειδοποιήσει για τον ερχομό του υπηρέτη. «Τι γυρεύεις εδώ πάνω;», τον ρώτησε, πιάνοντας τον από τα μπράτσα και ταρακουνώντας τον.