Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Τότε ο Πάχης έσπευσε να τον καταδιώξη, και επροχώρησε μάλιστα μέχρι της νήσου Πάτμου, αλλά βλέπων ότι δεν ηδύνατο να τον φθάση επέστρεψε. Κέρδος δε ενόμισεν, επειδή δεν συνήντησε το εχθρικόν ναυτικόν εις το πέλαγος, ότι δεν έμεινε τούτο εις κανέν άλλο μέρος όπου να στήση στρατόπεδον και να τον αναγκάση να το φυλάττη και να το περικλείση.
Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκης — Στάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.
Και βεβαία περί της νίκης της, εσηκώθη να επαναφέρη τον Γιάννον εις την φυλακήν και να επαναλάβη τας επιθέσεις της. Τότε παρετήρησεν ότι τα παιδία έλειπον. Ηκροάσθη, αλλά καμμία φωνή δεν ηκούετο. Επροχώρησε προς τον κήπον, κράζουσα επανειλημμένως· αλλά και τότε καμμία απάντησις.
Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; — Να μη θυμώση ο παππάς! Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε.
Δεν θα ήξευρε να είπη επί πόσην ώραν ήτο βυθισμένος εις τας σκέψεις του τας μελαγχολικάς, όταν την στιγμήν εκείνην ηνοίχθη, μετ' ελαφρού κρότου, η θύρα του δωματίου. Ο Κλέων έστρεψε την κεφαλήν. Με βήμα δειλόν, ωσάν σκιά, εισήλθε μία γυνή . . . Εστάθη, στηριχθείσα επί του ημίσεως θυροφύλλου, του κλειστού, με την κεφαλήν κάτω νέουσαν . . . Την εξέλαβεν ως επαίτιδα και επροχώρησε προς αυτήν.
Αλλ' όταν μετ' ολίγον συνήντησε την Πηγήν, επιστρέφουσαν από τον ποταμόν, παραδόξως το πείσμα του εξηγέρθη εκ νέου και, αποστρέψας το πρόσωπον, επροχώρησε χωρίς να την χαιρετήση. — Τόσο μεγάλο κακό σούκαμα; είπεν η Πηγή σταματήσασα. — Δε θέλω να μου μιλής! απήντησε με τραχύτητα ο Μανώλης χωρίς να στραφή, και έφυγεν επισπεύσας το βήμα του, ως να τον κατεδίωκαν.
Την δ' επιούσαν επροχώρησε κατά των οχυρωμάτων των Αθηναίων μετά του πλείστου στρατού, και παρέταξεν αυτόν εις μάχην, διά να μη δυνηθή ο εχθρός να στείλη βοήθειαν αλλού, πέμψας δε απόσπασμά τι εις το φρούριον Λάβδαλον το εκυρίευσε και εφόνευσεν όσους συνέλαβεν εντός αυτού· διότι το μέρος εκείνο δεν ήτο ορατόν εις τους Αθηναίους.
Εστάθη τότε, επέζευσε, αφήκε τον ίππον του κ' επροχώρησε προς το μέρος οπόθεν ήρχετο η φωνή, πάντοτε μετά προφυλάξεως, διότι δεν ελησμόνει ούτος ότι τα εξωτικά πολλάκις διά τοιούτων προσποιήσεων φέρουν πλησίον των τους διαβάτας. Εύρε δ' εκεί τον Δημήτρην κατακείμενον εν μέσω της λόχμης, κατακόκκινον, με ημικλείστους οφθαλμούς. — Πατριώτη, ρε πατριώτη! είπε, λακτίζων αυτόν ελαφρώς.
Ο Πάναιρος, ο Δώρος, ο Ιππολοχίδας, ο Τορύλαος και ο πρόξενος των Χαλκιδέων Στρόφακος ήλθον εις την Μελιτίαν της Αχαΐας και τότε εκείνος επροχώρησε μετ' αυτών. Ωδήγουν δε αυτόν και άλλοι Θεσσαλοί και ο Νικονίδας εκ Λαρίσης, οπαδός του Περδίκκου.
Κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ οι σεισμοί εξηκολούθουν εν ταις Οροβίαις της Ευβοίας, η θάλασσα επροχώρησε διά τινος μέρους, το οποίον τότε ήτο γη, και εξογκωθείσα επήλθε κατά της πόλεως· και μέρος μεν της ξηράς εσκέπασαν τα κύματα, από το άλλο δε μέρος απεσύρθησαν, και σήμερον είναι θάλασσα εκείνο, πού άλλοτε ήτο γη. Όλοι οι μη προφθάσαντες ν' αναβούν εις τα υψηλά μέρη εχάθησαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν