Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Το αγόρι έγινε επιθετικό. «Τότε θα πρέπει να διώξει εμένα; Τι θα κάνω τότε εγώ; Η Γκριζέντα θα παντρευτεί και θα φύγει. Εγώ όμως τι θ’ απογίνω; Θα ζητιανεύω; Όχι, να πάτε εσείς που είστε και γέρος.» «Έχεις δίκιο», είπε ο Έφις, και έσκυψε το κεφάλι. Η υποχωρητικότητά του έκανε πάλι φιλικό απέναντί του το μικρό υπηρέτη. «Ο ντον Πρέντου είναι τόσο πλούσιος που μπορεί έτσι και αλλιώς να σας πάρει.
Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς· ιδού που σας αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν μου· σας δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές τες δύο νέες όπου σας αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με καλήν ομόνοιαν. Και ούτω λέγοντας έγεινεν άφαντος.
Όλοι είστε στις χαρές, θεοί· κι' εσύ κρατώντας λύρα, κακό κορμί, πάντα άπιστε, ξεφάντωνες στη μέση.» Τότες -γυρίζει κι' απαντάει του Κρόνου ο γιος ο Δίας «Ήρα, μη θες δα τους θεούς και τόσο ν' αποπαίρνεις 65 Όχι, ίσα δε θα τιμηθούν· μα απ' όσους καν κι' η Τροία έχει θνητούς, κάλια οι θεοί τον Έχτορα αγαπούσαν.
Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες — θέαινες είστε, κι' είστε εκεί και ξέρετε τα πάντα, 485 μα φήμες μόνο ακούμε εμείς χωρίς να βλέπουμε έργα — πιοί στρατηγοί των Αχαιών και πιοι είταν βασιλιάδες.
Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυο — τρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή· — Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.
Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν.
Η Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήτον ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια· ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, — και τα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, ευρίσκοντο κλεισμένα από χρόνων πολλών εις μεγάλην άκομψον κασσέλαν, και τα έτρωγεν ο σκόρος και το σαράκι. — Καλημέρα! . . . πώς είστε; . . . Πώς περάσατε;
Ένας Γερμανός στάθηκε κοντά μου και είπε: «Οι Ρώσοι από πάνω την θέλουν, αν τους αφήσουν οι Άγγλοι από κάτω». Και, Έλληνες, επειδή είστε ελεεινοί και άκαρδοι, ντράπηκα να του πω πως θα την πάρουμε μεις. Μέσα μου μονάχα είπα: «Και όμως, είναι δική μας».
Δε με καταλαβαίνετε, γιαΤι δε θέλετε, γιαΤι ίσως και δεν μπορείτε να με καταλάβετε, Δε συλλογιστήκατε ποτέ πόσοι απ' αυτούς φύγανε από το εργοστάσιο σας σακατεμένοι και χιλιοπαθιασμένοι, ενώ μπήκαν εκεί μέσα μ' όλη τη γεροσύνη και τη φωτιά της νιότης. Πάψτε να είστε τόσο άδικος γι' αυτούς, πατέρα. Ακούστε με και μένα.
Θα ξανάρθω αύριο. Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε. Ο Αγαθούλης, παρ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις. — Ποιά είστε, τη ρωτούσε πάντα ο Αγαθούλης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν