United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολίγες ημέρες ύστερον από τον μισευμόν ετούτου του βασιλέως, ο βεζύρης Αμπτολφατάς ακούοντας να ομιλούν διά τα μεγάλα δώρα που ο Αμπτούλ έκανε καθημερινώς εις τους ξένους που επήγαιναν να τον βλέπουν, και εκστατικός διά το μέγα πλήρωμα που έκανε τόσον αυτουνού, όσον και του βασιλέως και παταλματζή κατά την συμφωνίαν τους, αποφάσισεν με κάθε τρόπον να ξεσκεπάση πού έχει κρυμμένον τον θησαυρόν, που έβγαζε τόσα πλούτη χωρίς να σωθή.

Και πάει σιμά και του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Τάχατες θες το λόγο μου, γιε του Λυκά, ν' ακούσεις: Γοργή σαΐτα σου βαστάει να ρήξεις του Μενέλα; Θα σ' τόχουν χάρη οι Τρώιδες, θα σε παινέσουν όλοι, 95 κι' απ' όλους χάρη πιο πολύ θα σ' το γνωρίζει ο Πάρης, και πρώτος μ' αξετίμωτα θα σε πλουτίσει δώρα αν δει τον πολεμόχαρο Μενέλα ξαπλωμένο πας στην πολύπικρη φωτιά, της σαϊτιάς σου θύμα.

Αν της χαράς τον γέλωτα Ιδής εις φιλικόν Δείπνον περιπετώμενον, Απ' ίδρωτα θανάτου Στάζουν τα φρύδια σου. Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες Προδότα Βαρνακιώτη! Και τι έλπιζες; το θείον Διά τους ομοίους σου τέτοια Δώρα ετοιμάζει. Αν ήθελες χρυσάφιΠολύν εις τας βαρβάρους Αγαρηνάς σκηνάς Με το σπαθί εις το χέρι Εύρισκες πλούτον.

Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινάτον Δίατο σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του. για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355 για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας• άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360 και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι, μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω• τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη. ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365 και ότε και οι δύο φθάσαμετην ποθητή νεότη, κείνηντην Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα. εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα, πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη, καιτον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370 κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω, μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων. και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσετο σπίτ' η δυστυχία, 375 οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη, με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν, να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουντον αγρό τους και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».

Ταύτα ήσαν τα δώρα τα οποία ελάμβανεν ο βασιλεύς, πλην του φόρου. Προμηθεύονται δε οι Ινδοί τον πολύν τούτον χρυσόν, εξ ου πέμπουσιν εις τον βασιλέα τα ειρημένα ψήγματα, κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Διεκρίνετο δε εις το πρόσωπόν της και ολίγον ψιμύθιον και οι λόγοι της ήσαν όλοι εταίρας λόγοι• και όταν την επαινούσαν διά το κάλλος της οι ερασταί της εφαίνετο ευχαριστημένη και αν της έδιδε κανείς χρήματα και δώρα, προθύμως τα εδέχετο και εκ των εραστών τους μεν πλουσίους εκάλει πλησίον της, τους δε πτωχούς ούτε ητένιζε.

Τον δε Σιμωνίδην, ο οποίος κατήγετο από την Κω, τον έπειθε και τον εκρατούσε διαρκώς κοντά του με το να δίδη μεγάλους μισθούς και άφθονα δώρα.

Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας 400 «Βρε δώρα αλήθια μια φορά π' ορέχτηκε η καρδιά σου! τ' άτια που του Πηλέα ο γιος τραβάει! μα αφτά να λάβει άλλος θνητός σα ζόρικα θαρρώ και να τα ζέψει, εξόν αφτός που θέϊσσα τον γέννησε μητέρα.

Πώς λοιπόν συνέβη το πάθημα του Αρίονος τούτου, ω δελφίν; ΔΕΛΦ. Ο Περίανδρος, νομίζω, τον ηγάπα και πολλάκις τον εκάλει πλησίον του χάριν της μουσικής. Αυτός δε αφού επλούτισεν από τα δώρα του τυράννου, απεφάσισε να επιστρέψη εις την πατρίδα του Μήθυμναν και επιδείξη τον πλούτον του.

ΝΙΚΟΣΤι λέτε, κύριε Φλέρη; Τη δεσποινίδα; Οι ξαδέρφες μου τη θεωρούν για την καλύτερή τους φιλενάδα, δεν τη ξεχωρίζουν από αδερφή. Όμως η δεσποινίςΠρος τη Δώραμου επιτρέπετε να διαβιβάσω παράπονα, δεσποινίς; — είναι τόσο ακατάδεχτη και μας κάνει τόσο σπανίως την ευχαρίστηση . . . ΦΛΕΡΗΣΑκατάδεχτη! Ανόητη θέλετε να πήτε.