United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι εσύ, αδελφή μου, κι εσύ… κι εσύ…» «Τι να σου πω, Έστερ; Μήπως με ζήτησε ο ίδιος; Πότε εξηγήθηκε; Στέλνει δώρα, έρχεται πότε πότε, κάθεται, φλυαρεί μαζί σου και σ’ εμένα σχεδόν δεν λέει κουβέντα. Τον έδιωξα ποτέ εγώ;» «Δεν τον διώχνεις, αλλά κάνεις κάτι χειρότερο. Γελάς όταν έρχεται, τον κοροϊδεύεις.» «Έτσι πρέπει!

Και αφού ο βασιλεύς εκείνος με εσύστησεν εις τον καραβοκύρην και εις τους πραγματευτάς του καραβιού, εις το οποίον έβαλα όλα τα δώρα και την ωραίαν κορασίδα, εμισεύσαμεν, και με επιτήδειον καιρόν εφθάσαμεν εις ολίγας ημέρας εις Βαλσύραν, και από εκεί ευθύς εμίσευσα διά την Βαβυλώνα.

Αφού λοιπόν ετελείωσα την επιστασίαν της πρεσβείας μου, και έλαβα μεγάλας περιποιήσεις και πλουσιώτατα και πολύτιμα δώρα παρά του βασιλέως εκείνου, έλαβα και το θέλημα διά να μισεύσω.

Ο Αμπτούλ, αφού και εσυνήλθε καλά εις τον εαυτόν του, δυναμούμενος από κάποια ιατρικά, που αυτοί του έδωσαν, τους ευχαρίστησε μεγάλως διά την ευεργεσίαν, που του έκαμαν, ύστερα τους ερώτησε, πώς αυτοί ήξευραν ότι ακόμη δεν είχεν αποθάνει; Η βεζυροπούλα του είπεν· ότι εγώ σαν ήκουσα την ψεύτικη φωνή του θανάτου σου δεν την επίστευσα, και υπώπτευσα πως ο πατέρας μου εστάθη η αιτία διά τα όσα ακολούθησαν· υποχρέωσα με δώρα έναν από τους δύο σκλάβους, που ήταν οι πιστοί του βεζύρη, ο οποίος μου έδωσε τα κλειδιά τούτου του κοιμητηρίου που αυτός τα εφύλαγε, και έτσι εμήνυσα του Αλή και επήρε δύο πιστούς του σκλάβους. και ευθύς ήλθαμεν διά να σε ελευθερώσωμεν, και ευχαριστούμεν τον ουρανόν, που σε εφθάσαμεν ζωντανόν.

Ελθών ο Μενέλαος εις Αίγυπτον και αναπλεύσας μέχρι της Μέμφιδος, διηγήθη όλην την αλήθειαν, έλαβεν άπειρα δώρα, και επανέλαβε την Ελένην όλως αβλαβή καθώς και όλους τους αρπαγέντας θησαυρούς του. Καίτοι δε ο Μενέλαος έτυχε τόσων περιποιήσεων, εφάνη όμως άδικος προς τους Αιγυπτίους.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225 «Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, οπού τους ξένους προβοδούν, όσοιαυτούς προσφύγουν. με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, καιτην Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230 χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα• και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνάτούτο το μέρος ήλθα, ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. κ' έλ' απαρίθμησε ρητώςεμένα τους μνηστήραις, 235 να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω εάν θε να 'μασθ' αρκετοίαυτούς ν' αντιταχθούμε, όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».

Οι γυναίκες φλέγονταν από περιέργεια, επειδή εδώ και λίγο καιρό το αφεντικό τους έστελνε δώρα στις ξαδέλφες του και, παρ’ όλο που τις κορόιδευε, δεν επέτρεπε σε άλλους να τις κακολογούν παρουσία του. Ο Έφις όμως δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει σε αποκαλύψεις. Ο ντον Πρέντου έστειλε να τον φωνάξουν κι εκείνος ήταν εκεί για να τον περιμένει και όχι για να φλυαρεί.

Μον έλα σκόλνα τα παιδιά, και πες τους να τσιμπήσουν 171 κάτι να φαν, κι' ο βασιλιάς τα δώρα ο Αγαμέμνος στη συντυχιά ας τα φέρει εδώ, για ναν τα δουν εδώ όλοι και μέσα σου θαραπαεί λίγο η ψυχή κι' εσένα.

Κι αυτές εκεί που εκοιμόταν ο Δάφνης τη νύχτα, του παρουσιάζονται με τα ίδια σχήματα καθώς προτήτερα· κ' η πιο ψηλή έλεγε πάλι: — Για το γάμο της Χλόης θα νοιαστή άλλος θεός· μα εμείς θα σου δώσουμε δώρα, που θα μαγέψουν το Δρύαντα.

Ούτω δε εγώ νομίζων ότι μετ' ολίγον θ' αναβή επάνω εις το φέρετρον, του έστελνα πολλά δώρα, διά να συναγωνίζωμαι προς τους αντεραστάς κατά την μεγαλοδωρίαν, και πολλάκις αγρυπνούσα, σκεπτόμενος και υπολογίζων και τακτοποιών τα της κληρονομίας.