Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Εις τι δύνανται να χρησιμεύσουν αν διψούν και δεν δύνανται να υποφέρουν τον κονιορτόν και ταράσσωνται αν ίδουν αίμα και αποθνήσκουν πριν να φθάσουν εντός βολής και συμπλακούν με τους εχθρούς; Αυτοί δε οι δικοί μας είνε κόκκινοι και χρωματισμένοι υπό του ηλίου και αρρενωποί, με το ήθος θαρραλέον και θερμόν και ανδρικόν.
Ένα αιώνιο θέμα μελέτης και σκέψεως και ταραχής της καρδιάς, αντιπροσωπευόμενο από μορφές που ο αρχαϊκός τύπος τους της κάνει ακριβώς πειο ενδιαφέρουσες: να όλο το ποίημα του ανανεωτού του Μπερούλ. Αρκεί αυτό για να θέλξη τους αναγνώστες που διψούν ιστορία και ποίησι μαζύ.
Γονιό 'χω τον Πολύχτορα, γέρο εστιδά όπως είσαι, άρχοντα πλούσιο εφτά με γιους κι' εγώ το στερνοπαίδι· μα εμένα απ' τους εφτά ο λαχνός μούπεσε εδώ να σύρω. 400 Κι' ήρθα οχ τα πλοία τώρα εδώ στον κάμπο· τι άμα φέξει, θα πιάσει πόλεμο ο στρατός στο κάστρο γύρω πάλι, τι παν να σκάσουν κάθοντας, και πού ναν τους βαστάξουν οι στρατηγοί που πόλεμο διψούν τα παλικάρια!»
Πήγαινε και ξαπλώσου σε κανένα μιντέρι. Και σεις όλοι γύρω, σας έπιασε και σας το κακό. Κοράκοι γενήτε, κι ανοίξτε τα φτερούγια σας. Όξω! Δεν έχετε τώρα να πήτε, σας γλύτωσα. Έπιασαν τα μάγια. Βασανιστήκατε λιγάκι, μα τι λευτεριά που την έχετε τώρα! Ο ουρανός θα γεμίση κοράκους κι όρνια. Όξω! τρέχετε στα ψοφίμια! Τόσα χρόνια να διψούν αίμα, και να μην τόχουνε θάλασσα τα καημένα να κολυμπούν!
Έπεσε τότε αχώντας, και πλήγωσε βαθιά βαθιά κάθε Αχαιού τα σπλάχνα. Πώς λέοντας μαχονικάει κάπρι στεριοδοντάτο — σαν πολεμούν περήφανα σ' ολόρθο κορφοβούνι για μια πηγούλα, τι διψούν και θεν κι' οι διο να πιούνε — 825 και το σπαράζει, ενώ φυσάει και μάχεται ως στο τέλος· έτσι με τ' όπλο από κοντά και το Δαρδανοφάγο γιο του Μενοίτη ο Έχτορας έστρωσε εκεί στο χώμα.
Διψούν τρομερά και το παραδοξότερον είνε ότι όσω πίνουν τόσω περισσότερον ανάπτει η δίψα των, την οποίαν και ολόκληρος ο Νείλος ή ο Ίστρος δεν δύνανται να σβύσουν, αλλά το νερόν παροξύνει την δίψαν αυτών όπως το έλαιον την πυράν.
Αυτά 'πε, και, ως παράγγειλε, μ' ορμήν όλοι ακοντίσαν 255 κ' η Αθηνά κατώρθωσε χαμέν' όλα να πέσουν· άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, και άλλου 'ς τον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο. και άμ' όλοι κείνοι ξέφυγαν τ' ακόντια των μνηστήρων, 260 τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· «Ω φίλοι, κ' εγώ θα 'λεγα κ' εμείς εις των μνηστήρων το πλήθος ν' ακοντίσουμεν, αφού σιμά 'ς τα πρώτα, όσα μας έκαμαν κακά, διψούν να μας φονεύσουν».
— Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου τα, σε παρακαλώ. — Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή· — Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν