Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025


Θέλει δε θέλει εγώ θα τήνε πάρω, θα τήνε κλέψω κίδια απόψε, θαρρώ. Η χήρα έκαμε χειρονομίαν αιφνιδίας αποφάσεως και είπε: — Κλέψε τηνε ... Είντα να σου 'πώ κ' εγώ; Και τα χείλη της έτρεμον. — Θαρθή απόψε ή θα ξωμείνη στο Πετρούνι; — Όι, θαρθή, είπεν η χήρα μετά στιγμιαίον δισταγμόν.

Το να κάμνωμεν ψευδή κρίσιν. Δι' αυτό λοιπόν και τόρα με δισταγμόν παρατηρώ, αν πρέπει να το αφήσωμεν κατά μέρος, ή να το εξετάσωμεν με τρόπον διάφορον από τον προηγούμενον. Θεαίτητος.

Έχομεν δε υπεροχήν και κατά τούτο, ότι, ενώ ημείς τολμώμεν πολύ και σκεπτόμεθα ωρίμως περί εκείνων, τα οποία θέλομεν επιχειρήσει, τουναντίον παρά τοις άλλοις η μεν αμάθεια φέρει θρασύτητα, η δε σκέψις προκαλεί δισταγμόν. Και υπέρτεροι εις ευψυχίαν δικαίως δέον να κρίνωνται εκείνοι, οι οποίοι γινώσκοντες κάλλιον παντός άλλου τας κακουχίας και τας απολαύσεις δεν οπισθοχωρούν προ των κινδύνων.

Ούτω πρέπει να είνε, είπεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν ο Πλήθων, εκλαβών την έκπληξιν της νεανίδος ως δισταγμόν εκ παρθενικής απορρέοντα δειλίας. — Η Αϊμά εσίγα. — Λοιπόν θα σας νυμφεύσω, επανέλαβε φαιδρώς ο φιλόσοφος. Ναι, από πολλού επεθύμουν να συμπέση τοιαύτη περίστασις, προσέθηκε μάλλον μονολογών.

Ο Παπαθεοδωρακόπουλος εζαλίσθη διά την ερώτησιν αυτήν του γέροντος, εις το απότομον και τον τόνον της οποίας εύρισκε κάποιον δισταγμόν διά την καταγωγήν του, διά τους λόγους του, διά την πατρίδα του, δι' όλα. — Απ' τον κάμπο της Γαστούνης· εψιθύρισε τέλος. — Ντόπιος ή ερχάμενος; — Ντόπιος. . . — Μπρε!. .

Ω αν δεν έχης άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου.

Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσειέν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;

Η γιαγιά μου έλεγεν, ότι όποιος αγαπήση αληθινά την δουλειά, με σταυρωμένα χέρια δεν ειμπορεί πεια να μείνη... Περίεργον! Όλοι εστέκοντο εκστατικοί και έβλεπαν την μικράν κόρην· είχεν αρχίσει με δισταγμόν σιγά-σιγά και τώρα η σαΐτα έτρεχετα χέρια της σαν να ήτο χρόνια η μικρά συνηθισμένη να υφαίνη! Τα τρία δάκτυλα πανί γρήγορα έγιναν τακτικά και νοικοκυρευμένα.

Μίαν ημέραν εφονεύθη ενώπιον μου εις την αγοράν είς Ραγουζαίος, κατά συνέπειαν λογομαχίας μετά των αγοραστών του ως προς την εκλογήν σαρδέλων τας οποίας επώλει! Ο φόνος του Ραγουζαίου εκείνου ενίκησε πάντα απομένοντα δισταγμόν μου ως προς της αναχωρήσεως το ζήτημα. Απεφάσισα οριστικώς να επιστρέψωμεν εις Τήνον.

Έχεις ακόμη να φας πολλά μακαρόνια, πριν μεταβής εις τον άλλον κόσμον. Η προσλαλιά αύτη ήρκεσε να διαλύση πάντα δισταγμόν και πάντα φόβον του καταδίκου. Ωμοίαζεν άνθρωπον από το στήθος του οποίου θα εσήκωναν βαρύν βράχον.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν