United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε, Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε... ..................................................... Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα, Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα. — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα, Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου. Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.

Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.

Και πως του άξιζε πολύ αυστηρός τρόπος, και μάλιστα τιμωρία, απόδειξη έχουμε που δεν του απολογήθηκε του Μητροπολίτη μ' αληθινή σοφία κ' ειλικρίνεια, παρά με διφορούμενες ξυπνάδες που ρίχτανε σκότος κι όχι φως σε τέτοια δύσκολα ζητήματα. Και το πιο χερότερο, που άμα βγήκε, διαλάλησε πως συφωνάει κι ο Μητροπολίτης μαζί του, και ξανάρχισε τις αιρετικές διδαχές του.

Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιοςτα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήσητο χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε.

Ενωρίς ακόμα ο Βλογιάρης ο κήρυκας το διαλάλησε διπλές φορές. Άναψε και το μεγάλο φανάρι κάτω από τις θολωτές καμάρες απέξω κρεμαστό. Δυο φαντάροι, κορδωμένοι σαν ιδιάνοι, ήρθαν κ' έπιασαν την ανοιχτή πόρτα απομέσα. Ο Γιάνης, όταν τους είδε που εμπήκαν, έσυρε ένα σκαμνί, επήρε κ' ένα δίσκο απ το τεζάκι. Εστήλωσε το σκαμνί στην πόρτα παράμερα.

Ο κόσμος όλος μάρτυς μου, Εδμόνδε, σε κηρύττω αυθέντην μου και άνδρα μου! ΓΟΝΕΡ. Να τον χαρής ελπίζεις; Η άδεια δεν κρέμαται από την θέλησίν σου. ΕΔΜ. Ούτ' από 'σένα κρέμεται. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ναι, νόθε, απ' εμένα! Να τυμπανίσουν πρόσταξε και διαλάλησέ το, ότι είσαι άνδρας μου! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Σιγά! Έχω κ' εγώ τον λόγον! Εδμόνδε, είσαι ένοχος εσχάτης προδοσίας! Σε συλλαμβάνω, — με αυτό το χρυσωμένο φίδι!

ΕΡΜ. Συ ο Πυθαγορικός κατέβα και στάσου να σε εξετάσουν οι αγορασταί. ΖΕΥΣ. Λοιπόν διαλάλησε. ΕΡΜ. Πωλείται ο άριστος βίος και ο σεμνότατος. Ποιος θέλει να γίνη υπεράνθρωπος; Ποιος θέλει να γνωρίση την αρμονίαν του σύμπαντος και να αναζήση μετά θάνατον εις νέαν ζωήν; ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ. Το εξωτερικόν του δεν είνε άσχημον, αλλά τι κυρίως γνωρίζει;

ΕΡΜ. Δεν μπορούν να μένουν μυστικά αυτά, αφού η φιλονεικία των φιλοσόφων γίνεται φανερά και συ θα φανής δεσποτικός αν δεν ανακοινώσης τα συμβαίνοντα εις τους άλλους θεούς, προκειμένου περί κοινών και μεγάλων κινδύνων. ΖΕΥΣ. Πολύ σωστά λέγεις. Λοιπόν διαλάλησε και κάλεσε όλους τους θεούς εις συνέλευσιν.