Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα Ξένα.
Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα. — Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου. — Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι. Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του. — Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη.
Τι εγίνετο εν τούτοις ο Κυρ Γιάννης; θα ερωτήση ο ενδιαφερόμενος περί της τύχης μου αναγνώστης. Τι εγινόμην εγώ, η εν τω μανδηλίω του Κυρ Γιάννη δεδεμένη;
Ενώ ετοιμάζομαι διά το λουτρόν, έρχονται εις την ακοήν μου τα λεγόμενα υπό των ευρισκομένων εις τας γειτονικάς μπανιέρας και ο συγκεχυμένος θόρυβος των ευρισκομένων ήδη εις την θάλασσαν, τον οποίον διακόπτουν από καιρού εις καιρόν οι δούποι των πιπτόντων εις το νερόν. — Γιάννη! φωνάζει δεξιά μία βαρεία φωνή. — Τι θες; Είσαι έτοιμος; — Είμαι έτοιμος, αλλά... φοβούμαι να πέσω. — Τι φοβάσαι;
Εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακήν πρωί, και μόνον προ της θύρας του μικρού καφενείου του Γιάννη του Βλάχου, βιαστικά επερνούσε, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν, εφώναζε τον Αντώνην, τον υιόν του καφετζή· — Πάτερ Αβραάμ! . . . πέμψον Λάζαρον! . . . Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ' ένα ποτηράκι ρακί το θέρος, ή ρώμι τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον.
Μπορούσε να μου βγάλη και το μάτι Σα δε μου τώβγαλε, πάλι ευχαριστημένος να είμαι «Ο τάδε σε κλέβει, Καπετάν Γιάννη, και δεν το καταλαβαίνεις»... Και σα με κλέβη, έλεγα ξανά από μέσα μου, πάλι καλά. Σα δε με σκότωσε, να του το χρωστάω και χάρι. Κ' έτσι πάντα ό,τι και να πάθαινα τώπαιρνα για το μικρότερο που μπορούσε να μου κάνη ο κόσμος. Κι' απομόνεβα. Τι να κάνης; Κ' η απομονή μια παρηγοριά είνε.
— Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.
Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτη — πάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μου — την όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της.
Και για τους ανθρώπους — πώς να σου το πω; — ποτέ μου δε γελάστηκα, είχα πάντα χειρότερην ιδέα από κείνο που είνε. «Ο τάδε σε βρίζει, Καπετάν Γιάννη», μου λέγανε. Και σα με βρίζη; έλεγα από μέσα μου, πάλι καλά.
Μετά ώραν έφθασα εις την κορυφήν του βουνού, είτα ώδευσα επί του οροπεδίου, εν παμφαεί σελήνη. Είτα έφθασα εις την αντίθετον κλιτύν, όπου πάλιν εύρον σκιάς και σύνδενδρα μέρη και φόβητρα εμπρός μου. Εκεί παρακάτω ήτον η μικρά έπαυλις του Γιάννη του Στόγιου, αγρότου απλοϊκού φίλου μου. Υπερέβην τον χαμηλόν φράκτην, εισήλθον εις την αυλήν κ' έκρουσα την θύραν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν