Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Του παγωνιού το λόγιασμα επήρες και στολνιέσαι· Το κυπαρίσσι σ' έμαθε τόσο ίσιγα να σιέσαι. Σαν το γεράκι ελεύτερη πετάς στο σήκομά σου. Σαν περδικούλας του βουνού είν' το περπάτημά σου. Πού να σταθής, πού να βρεθής, χαροκοπάν οι τόποι, Και ξωτική βασίλισσα εσέ τηράν οι αθρώποι.

Ο Μόρχολτ έμοιαζε με γεράκι κλεισμένο στο κλουβί μαζύ με μικρά πουλάκια: όταν μπη εκεί μέσα όλα σωπαίνουν. Ο Μόρχολτ μίλησε για τρίτη φορά. «Αί λοιπόν, ωραίοι άρχοντες της Κουρνουάλλης, αφού αυτή η απόφασις σας φαίνεται πειο τιμητική, βάλτε τα παιδιά σας στον κλήρο και θα τα πάρω. Αλλά όμως δεν πίστευα ότι αυτός ο τόπος κατοικείται μοναχά από σκλάβους».

Ο Βασιλεύς όλος χαρά, έτρεξε και επήρε το γεράκι του, και το εφίλησε με μεγάλον πόθον· έπειτα γυρίζοντας προς τον Καλάφ του λέγει· τι άνθρωπος είσαι εσύ, αγαπημένε μου; μου φαίνεται πως είσαι ξένος, πες μου το λοιπόν πώς ευρίσκεσαι εδώ; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Καλάφ· εγώ είμαι υιός ενός πραγματευτού από την Βίσραν, ο οποίος είχε πολλά πλούτη, και ταξειδεύοντάς με αυτόν και με την μητέρα μου διά να πάμε εις το Μπαγδάτ, εσυναπαντήσαμε κλέφτες εις την στράταν και μας έγδυσαν από ό,τι είχαμεν, και ζητώντας ελεημοσύνην εφθάσαμεν έως εδώ.

Έτσι με τέχνη τη δουλιά σαν την απόφτιασ' όλη, τα άρματα παίρνει και μπροστά στη Θέτη τ' απιθώνει. 615 Και κάτω αφτή απ' τις χιονιστές κορφάδες σα γεράκι πετάει, την αχτιδόλαμπρη αρματωσά κρατώντας. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή οχ τ' Ωκιανού το ρέμα ανέβαινε να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· και φτάνει η Θέτη φέρνοντας απ' το θεό τα δώρα κάτου στα πλοία.

ΦΙΛ. Τούτο υπερβαίνει και όσα διηγούνται περί Δαιδάλου, αφού εκτός των άλλων και χωρίς να το φανταζώμεθα μας έγινες από άνθρωπος γεράκι ή καρακάξα. ΜΕΝ. Σωστά το εμάντευσες, φίλε μου, διότι και εγώ εμηχανεύθηκα το πτέρωμα εκείνο του Δαιδάλου.

Ετραγούδησεν, ετραγούδησεν, αλλ' απ' εκεί υψηλά, που εκάθητο, είδεν από μακρυά να γυαλίζη ένα ποταμάκι και επεθύμησε να υπάγη εκεί. Αλλά καθώς μ' ένα πέταγμα έφθασε και επλησίαζε διψασμένη, έξαφνα ένα φοβερό γεράκι ώρμησε και την έπιασε με τα γανζωτά του νύχια. Καλή Νεράιδα, γλύτωσέ με, εφώναξε, αλλ' η Νεράιδα πούπετα δεν εφαίνετο· πώς ευρέθη όμως έξαφνα εκεί η μητερούλα της!

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί·

Ο Καλάφ που ήτον καλά παιδευμένος εις την τέχνην των γερακιών, το έκραξε και ήλθε και το έπιασεν. Αυτός κατά πως εστοχάσθη, απείκασεν ότι αυτό το γεράκι θα ήτον του βασιλέως του τόπου εκείνου, και κατά πως εστοχάσθη έτσι ήτον.

Επί τέλους αφού είδε ότι τον είχαν περικυκλώση από παντού, χωρίς να τον αφήνουν να πάρη την αναπνοήν του, άφησε τον βωμόν που τοποθετούνται τα σφάγια και πηδήσας με τα δύο του πόδια πήδημα όπως του Αχιλλέωςόταν έτρεξε εις το Ίλιον προς τα πλοίαορμά εναντίον των. Αυτοί, όπως τα περιστέρια όταν ιδούν γεράκι, τρέπονται εις φυγήν.

Καλώς ήλθετε· αλλά ο θειοπατέρας μου και η μανναθειά μου είναι γελασμένοι. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Εις τι, Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν είμαι τρελλός ειμή όταν φυσά βορειοδυτικός · όταν πνέει νοτιάς, είμαι καλός να ξεχωρίσω γεράκι από λάκραν. Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Καλώς σας εύρηκα, ευγενέστατοι.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν