Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Β' ΑΝΗΡ Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι; Α' ΑΝΗΡ Θα τον εξαναγκάσουμε αυτόν που τα κρατεί. Β' ΑΝΗΡ Κι' αν ήνε οι περισσότεροι που τα κρατούνε, τι; Β' ΑΝΗΡ Και αν σου τα πουλήσουν, τι; Β' ΑΝΗΡ Πολύ καλά, κι' αν σκάσω τι; Α' ΑΝΗΡ Καλά θα κάμης. Β' ΑΝΗΡ Αλλά συ, κι' αν σκάσω, θα θελήσης να δώσης. Α' ΑΝΗΡ Νά κ' οι γείτονες που κουβαλούν επίσης. Α' ΑΝΗΡ Σκασμός, μ' αυτά που λες!

ΘΑΛ. Αληθώς πολύ θολός και θερμός έγεινες, αφ' ενός μεν από το αίμα των νεκρών, εξ άλλου δε από το πυρ του Ηφαίστου. Αλλά δικαίως έπαθες, διότι εφέρθης εχθρικώς προς τον Αχιλλέα χωρίς να σεβασθής ένα υιόν Νηρηίδος. ΞΑΝΘ. Δεν έπρεπε λοιπόν να λυπηθώ τους Φρύγας, οι οποίοι είνε γείτονές μου; ΘΑΛ. Και ο Ήφαιστος δεν έπρεπε να λυπηθή τον Αχιλλέα, ο οποίος είνε υιός της Θέτιδος;

Εις σας ανήκει προ πάντων, ω Καμαριναίοι, οι οποίοι είσθε γείτονές μας και διατρέχετε ευθύς κατόπιν από ημάς τον αυτόν κίνδυνον, να προΐδετε πάντα ταύτα και να μη μας βοηθήτε τόσον απροθύμως καθώς μέχρι της σήμερον· σεις μάλλον έπρεπε να έλθετε προς ημάς· και καθώς θα εζητείτε την βοήθειάν μας, εάν οι Αθηναίοι ήρχοντο πρώτον εναντίον της Καμαρίνης, τοιουτοτρόπως έπρεπε να μας βοηθήσετε σήμερον, παροτρύνοντες ημάς να μη ενδώσωμεν.

Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών.

Άλλοι τόσοι εξωμερίται και βοσκοί, ο Σκαρλάτος κ' οι γείτονες, συνηθροίσθησαν εις την μικράν έπαυλιν. Ο καπετάν Γεωργάκης είχεν αποθάνει την προλαβούσαν νύκτα. Εκείνος τον οποίον είχεν ιδεί το μεσημέρι, ο άγγελος ή ο χάρος, είχεν ξαναέλθει περί τα μεσάνυκτα, καθώς προείπεν ο καπετάν Γεωργάκης, και τον «έκοψε».

Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό: — Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά·μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμίμα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. 130 λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις, και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις· κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος, ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, 135 ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω, όπωςτην πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε ό,τι καλόν εφεύρηματον νου μας βάλη ο Δίας». 140

Την είδε δύο φοραίς με τα μάτια της η γρηά Παντελού, και ο υιός της ο Γιάννης, και διάφοροι άλλοι γείτονες.

Ήσαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ.

Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάειτην Σύρα, να ψωνίση. Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού: — Πες αλεύρι;

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν