United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη. — Και κυττάζουν κατά δω; — Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα. Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της. Η Μαρούσα την ώκτειρε.

Μία δε άλλη, μεσόκοπη με γιασμάκι δαμασκωτόν, ευρίσκετο πέραν, εις το «πηγάδι», απλώνουσα τα πλυμένα της κατά σειράν επί των θάμνων του μυλαυλάκου· και εκείθεν εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν κάτω: — Καλώς τα δέχτηκες, γείτονα; Γυιός σου δεν είνε ο ντεληκανής; — Γυιός μου, Αϊσέ χανούμη, απήντησεν ο Σαϊτονικολής. — Να τόνε χαίρεσαι. — Και τουλόγουσου να χαίρεσαι τα δικά σου.

Αλλ' όταν τελευταίον ο κυρ-Μοναχάκης μετετέθη, μετά παλλάς προσπαθείας, εις την γείτονα νήσον, τότε έπεισε τον πενθερόν του, όστις έτρεφε προς αυτόν μεγίστην υπόληψιν μεταξύ όλων των συνομηλίκων, να του στείλη εις την έδραν του το Λιαλιώ, διά να συζή μετ' αυτής υπό την ιδίαν στέγην.

Είναι Φιλότιμο. Φιλοτιμιέται ο καθένας κάτι να φανή και να βάλη κάτω το γείτονα του. Κάπου κάπου χολοσκάνει που δεν μπορεί να το πιτύχη, και που τον άφησε πίσω μακριά ο γείτονας του. Όπως όμως κι αν είναι ή κι αν το πης, πολεμά, ιδρώνει και κοπιάζει. Αγαθή δ' έρις ήδε βροτοίσι . Μα ίσως είναι καλό να μην το παρακάμουμε μήτε αφτό στην Ελλάδα. Ο φίλος σου ΨΥΧΑΡΗΣ Παρίσι, μήνα Γεννάρη, 1891.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·

— Ε! Πανάγο, γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τι λέμε... Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά!... Άλλο το γενικό, και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό, και για την ευφορίαν της γης, και για την υγείαν ακόμα.

Στέκομαι ως πρό τινος πανοράματος και βλέπω τις κούκλες και τα αλογάκια να περνούν και να ξαναπερνούν απ' εμπρός μου, και ερωτώ συχνά μήπως είναι οπτική απάτη. Παίζω με αυτά, ή μάλλον παίζομαι σαν νευρόσπαστο, και πιάνω ενίοτε τον γείτονά μου από το ξύλινο χέρι και οπισθοδρομώ με φρίκην.

Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο 'ςτην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά» όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονά του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματά του. Πολλές φορές γύριζα κ' εγώ από το γάλα 'ςτον καφενέ τ' Αζώηρου, τ' ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα 'ςτο βουνό χαράματα.

Λοιπόν δίκασε μόνος σου τον λόγον μου, αφού τον ακούσης, αν δηλαδή συ θα παρεδέχεσο να έχης κανένα σύνοικον ή γείτονα υπερβολικά μεν ανδρείον, συγχρόνως όμως όχι σώφρονα, αλλά ακόλαστον. Κλείσε το στόμα σου και μη ασεβείς. Αλλά πάλιν; Ένα τεχνίτην και σοφόν εις τοιαύτα πράγματα, άδικον όμως; Διόλου μάλιστα. Και όμως το δίκαιον δεν φυτρώνει χωρίς σωφροσύνην. Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;

Ο κυρ-Δημάκης ήτο γνωστός εις πολλούς των κατοίκων εξ ακοής κ' εκ φήμης· είχε δε επισκεφθή άλλοτε προ χρόνων πολλάκις την νήσον, εις ην είχε και συγγενείς· αλλά σήμερον δεν τον ανεγνώρισαν αμέσως. Διότι αυτός ο κυρ- Δημάκης κατ' αρχάς απέφευγεν ίσως εκ φόβου μη τον παραδώσωσιν αι αρχαί εις την γείτονα εξουσίαν.