United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θ' ΓΥΝΗ Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια, γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ε! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη; Γ’ ΓΥΝΗ Εγώ! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί, γιατί κ' η ώρα προχωρεί. Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα, και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα. Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.

Όλοι το εύρισκαν μεγάλον και άνοστον. Ο δε κούρκος, ο οποίος εφαντάζετο ότι είναι μεγάλο υποκείμενον, διότι είχε κόκκινα γένεια, εφούσκωσε και ήνοιξε την ουράν του και ώρμησε προς το πτωχόν παπί, και εφώναξε κλου, κλου, κλου, και έγεινε κατακόκκινη η μούρη του.

Μην εκστομίσης ύβριν 'στούς καψοφιλοσόφους κι' έχε τους πότε πότε αγαπητούς συντρόφους, αλλ' ας μην είν' εκείνοι παντοτεινή σου έννοια κι' ούτε μ' αυτούς θα πιάσης τον Πάππ' από τα γένεια. Ποτέ να μη νομίζης τον λόγον σου χρησμόν και κύπτε εις ερεύνας με λογικήν νηφάλιον, κι' απόφευγε του κύκλου τον τετραγωνισμόν και του αεροστάτου το τρομερόν πηδάλιον.

Μάταια τα έξοδά μου και μάταιοι οι κόποι σας. Σύρετε στο καλό». Ο Ρήγας πήρε το παιδί του και γύρισε στο βασίλειό του. Τα μαλλιά του και τα γένεια του είχαν ασπρίσει από τον καϋμό. Το βασιλόπουλο πιο χλωμό και πιο αχαμνό ακόμα, σαν να τώτρωγε ένα μυστικό σαράκι, κλείσθηκε μέσα στο παλάτι, έπεσε στο κρεββάτι και μιαν αυγή ανοιξιάτικη έκλεισε τα μάτια του και πέθανε.

Ήτο κάθιδρως από την κουραστικήν κατάβασιν και κατακόκκινοςσφυρίξας, πρωί-πρωί και δύο-τρία ρούμιαμε χιονισμένα τα κόκκινα γένεια του, ως να εκυλίσθη καθ' οδόν εις το χιόνι. Από του Κάστρου μέχρι της ακτής δεν είνε πολύ το διάστημα. Μία κατωφέρεια ξηρά και βραχώδης είνε μόνον, ήτις δεν είχε πιάσει και πολύ χιόνι.

διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους θεούς. Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν.

Άλλες φαρδειές χοντροκομένες, χοντρορραμμένες, που πλέουν μέσα τους κάτι αγριοσώματα, και ξεβγαίνουν κάτι αγριοκεφάλια πλημμυρισμένα από μεγάλα πολυχρονίτικα μαλλιά και γένεια, και κάτι σκουφίτσες μαύρες-μαύρες και κεντημένες, και λυγδερές, που γυαλίζουν στον ήλιο σα διαμάντια.

Σαν την Γαλάτεια κι' αυτή να γίνη νύφη ζηλευτή, μα νάναι και με προίκα. Κι' όλοι τη νύφη να κυττούν, και να μην παύουν να 'ρωτούν που διάβολο τη 'βρήκα! Μπόι δυο πήχες, κόψι κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι' εκεί Κούτελο θείο 'λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι' ένα πηγούνι σαν το Χριστό.

Τι νάτανε τάχα του υπαξιωματικού οι δυο αυτές γυναίκες; Αδελφές, εξαδέλφες, γνώριμες, δε μπορούσε να καταλάβει. Τα πρόσωπά τους δεν είχανε καμιάν ομοιότητα με το τραχύ πρόσωπο του υπαξιωματικού, ενώ μοιάζανε με τα στρογγυλά πρόσωπα των ναυτόπαιδων, τα φρέσκα και χωρίς γένεια. Ύστερα άκουσε και τις γυναίκες να μιλούν.

ΠΑΝ. Ποίους λέγεις φιλοσόφους; Μήπως εκείνους τους κατσουφιασμένους, οι οποίοι περπατούν πάντοτε κοπάδια και έχουν γένεια όμοια με τα δικά μου, εκείνους τους φλυάρους; ΔΙΚ. Ακριβώς. ΠΑΝ. Δεν καταλαβαίνω τι λέγουν, ούτε εννοώ την σοφίαν των• διότι εγώ είμαι βουνήσιος και δεν έμαθα αυτά τα ευγενικά λόγια των ανθρώπων των πόλεων.