Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Γλυκό φιλάκι εζήτησα να πάρω απ' την Ευνίκη κ' εκείνη μ' αναγέλασε και τέτοια λόγια μούπε: «Γκρεμίσου, κακορρίζικε, και φύγε από κοντά μου! »βοσκός εσύ πως τόλμησες φιλί να μου ζητήσης; »εγώ δεν εσυνήθισα να με φιλούν χωριάτες, »μόνο σε χείλη χωριανά κολλώ τα δυο μου χείλη. »Εσύ μήτε στον ύπνο σου ποτέ θα με φιλήσης «Γλυκά θωρείς, γλυκά μιλείς κι ώμορφα χωρατεύεις »κ' είν' απαλά τα χάδια σου και τρυφερά τα λόγια »κ' έχεις τα γένεια μαλακά κι ώμορφα τα μαλλιά σου! »Τα χείλη σου έχουν αρρώστια κ' έχεις τα χέρια μαύρα »κ' η μουρουδιά σου είνε κακιά· φύγε μη με λερώσης». Και λέγοντάς τα, τρεις φορές έφτυσε μέσ' στον κόρφο κι' αδιάκοπα μ' εκύτταζεν απ' την κορφή ως τα νύχια και ζάρωνε τα χείλη της και με λοξοθωρούσε, κ' έπειτα καμαρώνοντας για τη γλυκειά ωμορφιά της. άπονα με περίπαιζε μ' ένα συρτό της γέλιο.

Και κάθε φορά που τύχαινε κάποιος ξένος, νεοφερμένος, που δεν ήξερε τον τόπο, εύρισκε αφορμή να βγάλη το άχτι του, ξαναλέγοντας τα βάσανά του. — Έτσι που λες, κύριε έφορα. Κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη.

Είχεν ακούσει προσέτι και το &Άξιόν εστιν& εις την γλώσσαν εκείνην: «Ντόστονο εστ γιακοβώ, ιστίνο μπλαζίτιτια Μπογορόδιτς...» Εις την Σαλονίκην πάλιν είχεν εκμελετήσει τα ήθη των Εβραίων, και διηγείτο πώς ένα χωριατόπουλο, πρώτην φοράν ελθόν, και ιδόν Εβραίον με μακρά ρούχα και γένεια, τον εξέλαβεν ως παπάν, κ' έσπευσε να βάλη μετάνοιαις· τότε πλήθος Ιουδαίων ελθόντες ενέπαιζον την ακακίαν του παιδίου, απαιτούντες όλοι την ιδίαν χριστιανικήν υπόκλισιν, και λέγοντες: «Κάμε και τούτο το παπά, μετάνοια, κουζούμ· κάμε και τ' άλλο το παπά μετάνοια... » Εις την Σμύρνην πάλιν είχεν ακούσει τόσες περιπαθείς πατινάδες εις τον Φραγκομαχαλάν, και είχεν απολαύσει εις την Αγίαν Φωτεινήν την ψαλμωδίαν του «Νικολάου Σμύρνης».

Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια.

Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.

Κάμετε γλήγορα! έκραξεν εν συμπεράσματι, ο γέρο-Χρήστος· και ξεπαστρέψτε τα, αυτά, το γληγορώτερο . . . και ξεκουμπισθήτε αποδώ, γιατί! . . . Διέκοψε, και έφερε την χείρα εις τον πώγωνα· είτα επέφερεν·Είνε κι' άλλοι εδώ, που έχουν γένεια . . .

Άμα δε ετελείωσεν η τελετή και έλαβεν έκαστος το αντίδωρον, εσχηματίσθη περί τα δύο τέκνα της Δύσεως πολυκέφαλος κύκλος περιέργων, εξεταζόντων αυτούς από κορυφής μέχρι ποδών και πάντων ερωτώντων, πόθεν ήσαν και πώς μοναχοί όντες δεν ησχύνοντο να κόπτωσι τα γένεια των και, το αποτροπαιότατον, να φορώσιν εσώβρακον, όπερ εθεωρείτο υπό των ανατολιτών καλογήρων ως ασυγχώρητος μαλθακότης.

ΦΙΛ. Δεν μου τα λες σε παρακαλώ, Τυχιάδη; Διότι θέλω να γνωρίζω την αγυρτείαν την οποίαν κρύπτει κάτω από τα τόσα του γένεια.

Και τέλος η επίσημη βυζαντινή μορφή του Χριστού ορίστηκε κατά την ιδέα της ανθρώπινης ματαιότηταςπρόσωπο αυγουλό, κοντά κι ανάργια γένεια, μαλλιά μακριά χωρισμένα στη μέση, φυσιογνωμία σοβαρή και μελαχολικιά. Αυτή είναι περίπου η μορφή που ακολουθάει ως τα σήμερα η εκκλησιαστική μας η τέχνη.

Και κάθε νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός, ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν