United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχηέμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση. Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.

Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα: — Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό; Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της. — Τι εννοείς; είπε. — Εκείνο που λέω. Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.

Έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι, αλόγων 'μερωτάδες! Βρήκα τον πρώτο απ' τους οχτρούς! Πολύ δε θα βαστάξει θαρρώ στη γοργοσαϊτιά, αλήθια αν ο αφέντης του Δία ο γιος με σήκωσε, όταν ναρθώ κινούσα105 Έτσι είπε και παινέφτηκε.

Έως τώρα σ' όλη την οικουμένη βρήκα, εξόν από το Ελδοράδο, μονάχα δυστυχισμένους, μα γι' αυτή την κοπέλα και για τούτο τον θεατίνο στοιχηματίζω, πως είναι πολύ ευτυχισμένα πλάσματα. — Στοιχηματίζω, πως όχι! είπε ο Μαρτίνος. — Παρακάλεσέ τους, αν θέλης, είπε ο Αγαθούλης, να δειπνήσουνε μαζί μας και θα ιδής, αν γελιέμαι.

Πρέπει πάντα να θυμάσαι τη μητέρα σου και να λατρεύης τη μνήμη της. ΑΝΝΟΥΛΑ Εγώ καλά καλά δεν την είχα γνωρίσει; τι φταίω εγώ που δεν την είχα γνωρίσει; Μονάχα, θυμάμαι κείνο το βράδι, που στείλατε και με πήρατε ξαφνικά από το σχολειό και μου αναγγείλατε πως η μητέρα μου είτανε άρρωστη βαρειά. Με φέρατε δω και τη βρήκα πεθαμένη.

Τότε με παρεκάλεσε πρώτη φορά να της επιτρέψω να πεθάνη. Πρώτη φορά μου μίλησε για κείνο που έκρυβε μέσα της, για κείνο που τη βίαζα να μου πη και δεν μπορούσε να βγάλη από τα χείλη της άλλο από υπαινιγμούς. — Από τον καιρό που είμουνα μικρή, είπε, πολύ πριν γνωριστούμε, μου είτανε τόσο φυσικά να στοχάζουμαι πως δε θα ζήσω πολύ. Έπειτα βρήκα εσένα και τα λησμόνησα όλα.

Εκείνος ο τριανταφυλλί φιόγκος, που είχες στο στήθος όταν για πρώτη φορά σε βρήκα μέσα στα παιδιά σου . . . Ω, φίλησέ τα χίλιες φορές και διηγήσου τους την τύχη του άτυχου φίλου τους. Τα αγαπημένα! Τα βλέπω ακόμη πως μαζεύονται γύρω μου. Αχ! πόσο εδέθηκα κοντά σου! από την πρώτη στιγμή δεν μπορούσα να σ' αφήσω! — Εκείνος ο φιόγκος να θαφτή μαζί μου· στα γενέθλιά μου μού τον χάρισες!

Γιάιντα; ηρώτησεν ο Στρατής, όστις την στιγμήν εκείνην ετοποθέτει το τουφέκι του εις τον τοίχον. Συγχρόνως εστράφη και η Πηγή εκ της εστίας. — Τον μπελά μου βρήκα με τον Τερερέ ... Εις το άκουσμα του ονόματος του Τερερέ, διά μιας η μορφή του Στρατή επανήλθεν εις την προτέραν τραχύτητα.

Τα απλά αυτά λόγια με ξαναφέρανε στην πραγματικότητα και στο στήθος μου πέρασε ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης προς το νέο, που με πήγαινε με το αμάξι του. — Ναι, είπα με πνιγμένη φωνή. Αυτό είναι. Και κάθησα στο αμάξι με το συναίστημα πως βρήκα έναν άνθρωπο, που έννοιωσε τι έτρεχε κ' ήθελε να με βοηθήση.

Δεν είμαι ο πατέρας του Δάφνη, μήτε η Μυρτάλη είχε την τύχη να γίνη μητέρα· άλλοι γονιοί το παραπέταξαν το παιδί αυτό, ίσως επειδή είχανε παιδιά μεγαλύτερα αρκετά· κ' εγώ το βρήκα παραπεταμένο και το ανάθρεφε γίδα δική μου, που και την έθαψα, άμα πέθανε, στο περιβόλι, αγαπώντας τη επειδή εφέρθηκε σαν μητέρα. Βρήκα και σημάδια παραρριγμένα μαζί του.