United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια. ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω. Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα. Δέσπω.

Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.

Μάζεψε το αρμίδι του, έβαλε τη λαγουδέρα στο τιμόνι, πήρε το αγκουρέτο μες στη βάρκα, ζύγωσε τη βάρκα στη σκάλα κι' άρχισε να λύνη το μεγάλο κόκκινο πανί. Οι βιολιτζήδες πήδησαν μες στη βάρκα. — Άλα, γέρο! Πήρε να φρεσκάρη. Αβάρα να φεύγουμε... Το πανί φούσκωσε λασκάδο. Η φελούκα γλύστρησε επάνω στα βραδυνά νερά.

Οι βιολιτζήδες κατέβαιναν απ' το βουνό, με τα όργανα τυλιγμένα μέσα σε μαβιές, πάνινες θήκες, κάτω απ' τη μασχάλη, σκονισμένοι, βιαστικοί, να φθάσουν κάτω στο γυαλό. Γύριζαν ψηλά απ' το χωριό ξενυχτισμένοι σε ξεφαντώματα.

Τόνομα του Μπούμα έπεσε σαν αστροπελέκι μες στη σιγαλιά του κοιμισμένου γιαλού. Οι βιολιτζήδες κιτρίνισαν. Η φωνή τους εκόλλησε στο λαρύγγι. Ανασηκώθηκαν ξαφνιασμένοι σαν να περνούσαν μπροστά τους τα Άγια Μυστήρια. — Ο Μπούμας! μουρμούρισαν κυττάζοντας ο ένας τον άλλον.

Οι βιολιτζήδες, βλέποντας τον κόσμο νάρχεται ακατάπαφτα, έκαμαν να παίξουν. Να δόσουν και το σύνθημα στο Σαντουριέρη απόξω. Ήταν πια καιρός να πα να κατεβάση, την Κυρά, — που τόσοι εκεί ακαρτερούσαν ανυπόμονα, να τήνε καμαρώσουν, — μάτια μου! Έπαιξαν ένα κομάτι. Ύστερ' άλλο ένα. Γοργοί, πεταχτοί, ολόχαροι ξαπλώθηκαν οι πρώτοι ήχοι.

Και βιολιά, και λαούτα, ακούς, και λογιών-τω-λογιών τα λαλούμενα, τακούς, κι' όλ' οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι, τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς . . . Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τακούς . . . Και πού είσ' ακόμα, ν' αρχίσουν να μας έρχωνται η νυφάδες για το Θανάση, κ' η πεθεράδες, που θα μας κουβαλούν ζαχαρομαχαλιά και κουραμπιέδες, και λογιών-τω-λογιών καλούδια . . . Ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θάχουμε . . . Και ποια μάννα είνε σαν εμένα; . . . Πώς έχω τον νου μου, δεν λέτε; . . .

— Ε! καϋμένε, κυρ Βαγγέλη!... δεν είσαι και συ, κανένας μερακλής ...δεν σ' ακούσαμε καμμιά βραδυά να μας παίξης κ' εδώ τίποτα... Είνε καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλλίτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες.

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της. Φάντασμα της Αγιά Μαρίνας Παλικάρια, Κορίτσια, βιολιτζήδες Τόπος, χωριό της Ανατολής.