Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Είχε πλαστεί να γίνη ευτυχισμένη κ' έπειτα να πεθάνη κ' ήρθε η μέρα, που είτανε σκληράδα να ήθελε κανείς να τη βιάση να ζήση. Δεν μπορούσε να λυπηθή λίγον καιρό κ' έπειτα να λησμονήση. Μπορούσε μόνο να λυπάται και να πεθάνη. Και γω έπρεπε να γνωρίζω πως έλεγε πάντα την αλήθεια και την έλεγε περσότερο τότε όταν τα λόγια της μου φαινόντανε παράξενα κι απίθανα.

Παραλαβών δε μεθ' εαυτού όσους των ιππέων ή εφίππων αξιωματικών απήντησε καθ' οδόν, διευθύνεται προς τους εχθρούς παρακινών και ενθαρρύνων τους Έλληνας, όσους απαντούσε καθ' οδόν, και επιτυγχάνει να τους τρέψη εις φυγήν και να τους βιάση να κλεισθώσιν εις τα πλησιέστερα οχυρώματα.

Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει· Μια φορά πασάνας φταίγει, Μόν ο φρόνιμος σαν πάθη, Υστερώτερα θα μάθη Να νογάη, και να προβλέπη Να φυλάγεται όπως πρέπει· Έτζι εγώ μες το τριφύλλι Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι, Άνοιξι και καλοκαίρι, Να λαλώ το μεσημέρι· Μόν αφόντης μ' έχουν πιάση, Η ανάγκη μ' έχει βιάση Το συνήθιο μου ν' αφήσω, Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω.

Μα για την κακή του τη μοίρα το Έθνος, ό,τι έβαλε κάτω το καριοφύλλι, δεν είχε χέρια για πέννα! Και μήτε διάθεση δεν είχε να σπάνη το κεφάλι του με γραψίματα και διαβάσματα· μόνο από τη βιάση του να το ρίξη στην ακαμωσιά και στο γλέντι, αφήκε σε χέρια δασκάλων το ιερώτερο πράμα ύστερ' από τη θρησκεία, — τη φιλολογία του. Ποίημα έβλεπες; Δάσκαλος ή δασκαλοπαίδι το είχε γραμμένο.

Αφτός εκεί τον αδερφό με βιάση από το ποδάρι τραβούσε, κι' όλων φώναζε των αρχηγών βοήθια· μα ενώ τον τράβαε πρόσκεντρα, μια κονταριά από κάτου του δίνει απ' την ολόιση αφαλωμένη ασπίδα, 260 και την καρδιά του παραλεί· και τρέχοντας κοντά του του κόβει και την κεφαλή στον αδερφό του απάνου. Έτσι τ' Αντήνορα τους γιους, σαν πούτανε γραφτό τους, κάτου να παν τους έστειλε στον Άδη ο Αγαμέμνος.

Ναι, μα ω αδελφή μου ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν αυτός με ήθελε βιάση και με υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου τάσσω πως δεν θέλω το υπακούσει.

Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του!

Οπού δεν έχει ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή, στη γνώση και στο ξόμπλι... Κυττάζει, συλλογίζεται και δεν απολογιέται, Σα ναύρισκε ένα φταίξιμο, κάποιο βαρύ ψεγάδι, Μες στ’ άπειρα κεντήματα, τα χιλιοξομπλιασμένα, Κι’ η Κόρη από τη βιάση της και τον πολύν καημό της, Του λέγει με ανυπομονησιά και με κρυφή λαχτάρα : — Μη δε σου αρέσει, Κωνσταντή, του γάμου το μαντήλι;

Πόσον είσαι γελασμένη εις αυτό, της απεκρίθηκα εγώ, όχι μόνον ότι η βασιλοπούλα να μου ήθελε φανερώση την αγάπην της και να με βιάση διά να την αγαπήσω, μα και ο ίδιος ο βασιλεύς να μου ήθελεν απαραιτήσει τον θρόνον του εγώ δεν ήθελα σε αφήσει και ήθελα είμαι ευχαριστημένος να ζήσω ωσάν ένας ταπεινός άνθρωπος με εσένα, παρά ως βασιλέας με άλλην· και τούτο σου το βεβαιώνω με κάθε λογής όρκον.

Όχι, όχι Μουζαφέρ, εφώναξεν ο Κουλούφ ακούοντάς του από μακρόθεν· εσείς ματαίως κοπιάζετε εις το να διπλώνετε την πληρωμήν και αν μου δώσετε και δέκα χιλιάδες φλωριά, εγώ δεν θέλω λύσει ένα δέμα έτσι άγιον, και που κανείς δεν ημπορεί να με βιάση να λυθώ από ένα δεσμόν που οι νόμοι τον διαφεντεύουσιν.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν