Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Από της παιδικής ηλικίας της εξετρέφετο με το όνειρον μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Διά να φθάση όμως εκεί, έπρεπε να αφίση τον πρώτον της σύζυγον, και να ενώση την τύχην της με την τύχην εκείνου ο οποίος την είχεν εξαπατήσει. Αυτό εσκέπτετο! — Τι ωραίαν υποστήριξιν που έλαβα αφ' ότου εισήλθον εις την οικογένειάν σου!... — «Η οικογένειά μου είναι αντάξια της ιδικής σου», είπεν αφελώς ο Τετράρχης.

Εις τον πρόδρομον έξ παιδιά από ένδεκα μέχρι δύο ετών περιεκύκλωναν μίαν δεσποινίδα ωραίας μορφής, μέσου αναστήματος, φέρουσαν απλούν λευκόν ένδυμα με τριανταφυλλί φιόγκους εις τον βραχίονα και επί του στήθους. — Εκρατούσε ένα μαύρο ψωμί, και έκοπτεν εις τα μικρά της αδελφάκια γύρω γύρω εις καθένα το κομμάτι του αναλόγως της ηλικίας του και ορέξεως, το έδιδεν εις καθένα με πολλήν γλυκύτητα και καθέν ανεφώνει αφελώς: Ευχαριστώ! ενώ είχε σηκωμένα ψηλά τα μικρά του χεράκια, πολύ πριν ακόμη κοπή το κομμάτι που ήταν προωρισμένο γι' αυτόν· και έπειτα ευχαριστημένον μ' αυτό το ψωμί, το οποίον απετέλει τον δείπνον του, ή έφευγε πηδών, ή σύμφωνα προς τον μάλλον ήσυχον χαρακτήρα του απήρχετο προς την θύραν της αυλής, διά να ίδη τους ξένους και την άμαξαν, διά της οποίας η Καρλόττα των έμελλε να αναχωρήση. — Σας ζητώ συγγνώμην, είπε, που σας έδωκα κόπον να αναβήτε, και αναγκάζω τας κυρίας να περιμένουν.

Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας τωνκαι πόσον αφελώς το ομολογούσι.... το εξωτερικεύουσι. Να φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μην προπίης εις τιμήν του οικοδεσπότου!

Τότε μόνον διά πρώτην φοράν ηκούσθη ότι η «πετειναρού» ήτο δασκάλα. Ο άνθρωπος ακούσας είπεν αφελώς μέσα του: — Α! ήτον δασκάλα!... Γι' αυτό είχε τους κοκκόρους! Σε κανένα Τμηματάρχη θα τους κουβάλησε. Συγγραφεύς τις παρατηρεί ότι το ανθρώπινον πνεύμα υπόκειται εις περιοδικάς εκλείψεις. Εις τοιαύτην δε έκλειψιν αποδίδει τας υφισταμένας σήμερον αμφιβολίας περί της υπάρξεως του Θεού.

Εν τω μεσαιωνικώ θεάτρω παρεισήγοντο επίσης αι Δυνάμεις του Άδου και του Ουρανού· και υπήρχε μεν τότε η πίστις, όπως οι θεαταί παραδέχωνται αφελώς τας τοιαύτας επί της σκηνής εμφανίσεις, δεν υπήρχεν όμως η τέχνη, όπως αποδώσωμεν εις αυτάς, και σήμερον έτι, τον φόρον του ημετέρου θαυμασμού.

Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Αν τώρα σου έλθη η περιέργεια να μ' ερωτήσης: τι θα τον κάμουν τον παράδοξον αυτόν ήρωα; θα σου απαντήσω αφελώς: δεν ηξεύρω. Αν έζων αλλού, θα το ήξευρα και θα σου το έλεγα. Ίσως εδώ προβιβασθή. Εν Αθήναις τη 25 Ιουλίου 1879

Εκεί εκεί να κάθωμαι μακράν της κοινωνίας με άρκτους μαύρας και λευκάς και τίγρεις Υρκανίας, τρελλούς να πλέκω κάποτε και μανιώδεις έρωτας με κροταλίας θηλυκούς κι' αγρίους ρινοκέρωτας, και τεντωμένος αφελώς 'στου λέοντος την χαίτην να γράφω περισπούδαστον κοινωνικήν μελέτην. Εκεί να κάθωμαι μακράν των μόχθων των μυρίων και τώρα νάμαι άνθρωπος και ύστερα θηρίον.

Να που ήρθαμε . . . Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο έτοιμος να δώση τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών, όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρη. Ηγάπα, ως φαίνεται, τας θωπείας, και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να έλθη τις παρακαλών να του δώση την ψήφον του. — Άλλο σόι άνθρωπος, είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη. — Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου; — Στα καλά μου; — Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη; — Άλλη ηγουμένη; — Βέβαια. — Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη. — Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα. — Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη. — Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα. — Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν