Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Το έχει ο κόσμος να θέλη να ερωτά, ας είναι και πράγματα οπού δεν τον μέλει. Μολονότι η κυρά Λοξή εξέθεσε την ιδέαν της αφελώς και χωρίς κακίαν, ο έπαρχος εθεώρησεν ως προσβολήν, τρόπον τινά, το μάθημα το οποίον του εδόθη. Δυσηρεστήθη δε τόσω μάλλον, καθόσον στραφείς προς την κομψήν κυρίαν την είδε μειδιώσαν επιδοκιμαστικώς.

Καλέ αυτά είναι δικά μας! ανέκραξεν η κόρη, προπέμψασα την επιφώνησίν της δι' ηχηρού παραδόξως ηδέος και αρμονικού γέλωτος. Δεν είναι άλλοι επιβάται πλέον. Ο πλοίαρχος το είπεν. Άμα αναβιβάσουν τα κιβώτιά μας, αναχωρούμεν. — Και πόσοι είσθε λοιπόν εσείς; Ηρώτησα εγώ τότε μετ' ανεξηγήτου απορίας. — Τρεις! Είπεν η κόρη αφελώς. Τρεις και οι υπηρέται. — Και πόσους υπηρέτας έχετε λοιπόν;

— Ω, σε γνωρίζω πάντοτε, σε γνωρίζω από του λίκνου σου, Αϊμά. — Αληθώς; είπεν η νέα, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως Η Αϊμά δεν ενόει πλέον. — Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ' εγνώριζον. — Αλλά γίνεται τούτο; ηρώτησεν αφελώς η νεάνις. — Εις την ανθρωπίνην φύσιν είνε αδύνατον. Η Αϊμά ουδέν είπεν.

Ο μέγας Άγγλος υλιστής Hobbes εδειλία να μείνη μόνος τας νύκτας, φοβούμενος τας οπτασίας. Ο Malherbe, εν επιστολή του τινι, περιγράφει αφελώς υπερφυσικόν φαινόμενον, επισυμβάν κατά τον φόνον Ερρίκου του Δου, αλλαχού δ' αφηγείται σπουδαίως εμφάνισιν της σκιάς νεκρού τινος.

Καθ' ημέραν ανεκοίνου ο ένας προς τον άλλον ό,τι νέον έφερεν εκ του χωρίου του, τα όνειρα τα οποία έβλεπον την νύκτα, εξηγούντες αυτά διαφοροτρόπως και συνεζήτουν τα καθ' εαυτούς όλα. Μίαν ημέραν ο Μήτρος διηγήθη εις αυτήν την ζωήν του ολόκληρον, με δύο λόγια, συντόμως και αφελώς ωσεί αποτύπωσιν πιστήν αυτής, η οποία ήτο τω όντι σύντομος και αφελής.

Περιβάλλω την ψυχήν σου διά σιδήρου, ώστε να δυνηθής να πλησιάσης, και το πνεύμα σου διά πανουργίας, ώστε να δυνηθής ν' απομακρυνθής. Ιδού εγώ, Διδάσκαλε, ερωτών τότε: — Ω άνθος θαυμάσιον! ειπέ μου· βλέπεις τον ουρανόν και τον ήλιον και τα άστρα; Και το άνθος απεκρίθη αφελώς: — Δεν τα βλέπω. Λέγει τότε το Φάσμα: — Ήκουσες; και αυτά ακόμη τα ηρνήθη· εν τούτοις με αυτά προσποιείται ότι ζη.

Πανταχού δε απλώς ειπείν, πανταχού όπου αν στρέψη το βλέμμα, θα καταπλαγή προς την μεγαλοπρεπώς κεκοσμημένην και επιδεικτιώσαν πτωχείαν, την υπό αυτάρκες μειδίαμα σοβούσαν εν μέσω του πλήθους, την εκ της ελλείψεως του άρτου δαπανώσαν εις το περίσσευμα της εσθήτος, την αφελώς πιστεύουσαν, ότι εκλαμβάνεται αντί πλούτου.

Και εγώ τι θα κάμω εν τω μεταξύ; — Θα περιμένης. — Πού; Εδώ δεν θα μείνω. — Διά της βίας δεν σε κρατώ. Αλλά σε παρακαλώ να μείνης. Η Αϊμά εδίσταζεν. Ο Πλήθων επανέλαβε·Σοι είπα να μοι ζητήσης ό,τι επιθυμείς. Δεν επιθυμείς τι; — Αλλά σοι είπα κ' εγώ τι επιθυμώ. — Είνε το μόνον; ως νέα δεν έχεις επιθυμίαν τινά; — Ποίαν επιθυμίαν να έχω; απήντησεν αφελώς η Αϊμά.

Εν τούτοις, αν με βοηθήσης... — Τι να σε βοηθήσω; είπεν αφελώς η Αϊμά. — Αλλά συ, φαίνεται, δεν ενθυμείσαι τίποτε. Αλλ' είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι αληθώς; — Τι θέλεις να ενθυμούμαι; — Την παιδικήν σου ηλικίαν. — Εγώ τω όντι δεν ενθυμούμαι, είπεν η Αϊμά. Το μόνον, οπού... — Λέγε, είπεν η Σιξτίνα, ιδούσα την νέαν διστάζουσαν. — Το μόνον οπού ενθυμούμαι είνε, ότι δεν πρέπει να είμαι παιδί των.

Αλλά ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει: — Ποίαν από τας δύο; Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του έλεγε: «Και θέλει ερώτημα

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν