Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν εκεί έξ ξένοι οι οποίοι εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους ένας ήτον τυφλός, ένας παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος τρελλός. Αυτή ευθύς επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή και αυτή η ιδία με τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, και διά τούτο όλοι έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της.

Ποιος άλλος; και ο Πάρης! και βουτημένος στ’ αίματα! Τι ώρα ωργισμένη, τι θρήνος!... Ω! εσάλευσεν η Ιουλιέτα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πάτερ, ω πάτερ μου παρήγορε, ο άνδρας μου πώς είναι; Το ενθυμούμαι καθαρά πού έπρεπε να ήμαι· ηξεύρω πού ευρίσκομαι. Πού είναι ο Ρωμαίος; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ακούω κρότον. — Κόρη μου, να φύγης και φωληάζει εδώ αρρώστια, θάνατος, και ύπνος χωρίς τέλος.

ΕΡΜ. Αυτό σημαίνει ότι είνε γραμμένον ο ένας να φονεύση τον άλλον και ο άλλος να κληρονομήση εκείνον του οποίου το νήμα είνε μικρότερον. Κάτι τοιούτον σημαίνει αυτό το μπλέξιμον.

Ανεπαύετο λοιπόν εις την συνεχομένην μετά της ιδικής μου κλίνην, εις την οποίαν και είχε δειπνήσει, κανείς δε άλλος δεν εκοιμάτο εις το οίκημα, παρά μόνον ημείς.

Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας.

Είπαν αφτά κι' ανέβηκαν στο σκαλισμένο αμάξι, κι' απάνου τράβηξαν, φωτιά γιομάτοι, στο Διομήδη· 240 Μον ο καμαρωμένος γιος του Καπανιά τους είδε και του Διομήδη λέει εφτύς δυο φτερωμένα λόγια «Διομήδη, του Τυδέα γιε, μυριάκριβό μου αδρέφι, άντρες διο βλέπω δυνατούς και τρέχουνε αφρισμένοι να σε βαρέσουν· σα βουνό έχουν αντριά κι' οι διο τους. 245 Ο ένας τους, σαΐτεφτής παράξος, καμαρώνει που του Λυκά 'ναι τάχα γιος· κι' ο άλλος, ο Αινείας, παινιέται πως τον έσπειρε ο ξακουστός Αχίσης, κι' έχει και μάνα λέει θεά, τη χρυσωπή Αφροδίτη.

ΠΑΜΦ. Αληθώς το θέμα της συζητήσεως ήτο πρωτότυπον, αρχίζω δε και εγώ να διατίθεμαι ευθύμως από αυτήν την αλλόκοτην κατηγορίαν. Ο δε άλλος τι είπε; Εσιώπησεν ή διέψευσε την κατηγορίαν;

Ημείς εμείναμεν και οι δύο άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, από το παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το στόμα μας, παρά από τα σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον πόνον του χωρισμού μας.

Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο· και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας έφερες εδώ! Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος. — Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα. Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα.

Εγώ όντας γυναίκα δεν έπαθα τώρα τίποτε· επειδή από καιρό αυτά άλλος άντρας μου τάμαθε, παίρνοντας την παρθενιά μου για πλερωμή.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν