United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι αδύνατο να μη νοιώση κανείς ότι σ' αυτό εδώ το κομμάτι έχομε την έκφραση ενός ανθρώπου, που είχε αληθινό πάθος για τα γράμματα. «Να βλέπη, ν' ακούη να γράφη γενναία πράματα», να, ποιος ήταν ο σκοπός του.

Ο πρωτότοκος του, ο Αριστόδημος, έδειξε από μιας αρχής πως έμοιαζε του πατέρα του στα όνειρα. Ούτε θέληση ούτε ενθουσιασμός του έλειπε για να συνεχίση το έργο εκεινού. Είχε βέβαια κρίση και μόρφωση αρκετή για να το βλέπη δύσκολο· μα η ψυχή του δεν ήθελε να το παραδεχτή και αδύνατο. Ο δεύτερος, ο Δημητράκης, ήταν ακόμη άγουρος και δεν τον ελογάριαζε κανείς· φαινότανε αψής και ανυπάκουος.

Πλέον ή άπαξ ήδη εμέθυσα, ουδέποτε τα πάθη μου ήσαν μακράν της μανίας, και ούτε διά το έν ούτε διά το άλλο μετανοώ· γιατί έμαθα κατά τον δικό μου στοχασμό να εννοώ πως όλοι οι έκτακτοι άνθρωποι που έκαμαν κάτι μεγάλο, κάτι που εφαινότουν αδύνατο δεν μπορούσε στην αρχή παρά να κηρυχθούν μέθυσοι και μανιακοί.

Αν τον αφίνανε να κάμη τέτοιο πράμα, αδύνατο πια είτανε να ξανάρθη στην Πόλη, μια κ' είχανε νέο βασιλέα στεφανωμένο. Το περίεργο μάλιστα είναι που τον παρακινούσανε να πάρη τέτοια απόφαση, αντίς να τον αποτρέψουν. Όλοι περίπου τον παρακινούσαν, εξόν η ατρόμαχτη η Θεοδώρα.

Τις στιγμές εκείνες του ήταν αδύνατο ν' ανακαλύψει το πιο εύκολο και συνηθισμένο μέρος, απ' όλα τα μέρη του καραβιού. Η κανονιοφόρα φαινόταν ακόμα με την πλώρη της κολλημένη στα πλευρά της βενζινακάτου.. Σε λίγο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού ο άνθρωπος. Κολυμπούσε δυνατά μ' απλωμένες χεριές κι' έφτασε στη βενζινάκατο.

Είτανε πρωτομαγιά και μιλήσαμε πως μπορούσαμε να την κάμουμε να περάση ευχάριστα για τα παιδιά, όπως το συνηθίζαμε προτήτερα. Στην αρχή μου είταν αδύνατο να φανταστώ πως είταν αληθινό ό,τι έμαθα. Όσο να έρθη η ώρα, που θάφευγε το τραίνο, πήγα κι αγόρασα λίγα φρούτα κι άλλα πράματα, που χρειαζόντανε για τη χαρούμενη μέρα.

Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνη. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα. Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήση με τους άλλους; Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξη; Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω; Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι! Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω.

Ανοησίες βουνά το ένα απάνω στάλλο σου ανεβάζουν, ώςπου και της Ασίας τα βουνά κουκκί να γίνουν μπροστά σε τέτοιο βουνό, ώςπου από κάτω από το βουνό τους και τη γλώσσα τους να θάψουν και την πατρίδα την ίδιαΔε διαβάζουν! Αφτά στοχάζουμουν, αφτά έλεγα, και μου φαίνουνταν πως έτσι καταλάβαινα περίφημα τόσα και τόσα, που χωρίς τέτοια εξήγηση, αδύνατο να τα καταλάβη κανείς. Δε διαβάζουνε!

Και τούτο με βασάνιζε, ενώ από το άλλο μέρος τα λόγια της αντηχούσαν ακόμα σταυτιά μου. Ξαναέφερνα στο νου μου όλη τη ζωή, που έζησα με την Έλσα, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ κι ό,τι μπορούσε να έχη κάποιο σύνδεσμο μ' αυτή. Κι όταν δεν μπορούσα πια να θυμηθώ άλλο τίποτε, ζητούσα μέσα στο στοχασμό μου εκείνο που μου είταν αδύνατο να βρω.

Είχε καρδιά ή δεν είχε, είταν πεπρωμένο η φλόγα αφτή να την αγγίξη, γιατί αγάπη τέτοια δε στάθηκε στον κόσμο ποτές και ποιος μπορεί να ξεφύγη, όταν αγαπάς με τόση ζάλη, με τόση ορμή; Είταν αδύνατο η Λέλα να μείνη αδιάφορη και κρύα, να περπατή με το μαλακό της το χαμογέλοιο, κι όταν την αντάμωνα, ήσυχα να διαβαίνη και μόλις να με βλέπη.