Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Τούτο το όνομα φαίνεται ότι στενοχωρεί τον Αναξαγόραν. Ερμογένης. Πώς δηλαδή; Σωκράτης. Φαίνεται ότι σημαίνει κάτι τι αρχαιότερον, το οποίον εκείνος το έλεγε τόρα τελευταίως, ότι δηλαδή η σελήνη έχει το φως της από τον ήλιον. Ερμογένης. Πώς αυτό; Σωκράτης. Διότι &σέλας& και &φως& είναι το ίδιον. Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης.

Τι δε να είπωμεν περί της πρώτης μετά μακράν ασθένειαν εξόδου; Μεταβλέπεις τον ήλιον, τα δένδρα, τα πεζοδρόμια, τας προθήκας των εμπορικών, τας αγγελίας των θεάτρων, την φρουράν μεταβαίνουσαν εις τα Ανάκτορα, τους ανθοπώλας, τους εφημεριδοπώλας, τα άλογα και τους σκύλους.

Με αυτούς τους συλλογισμούς το πονετικό κορίτσι έφθασεν έως τον μισόν δρόμον χωρίς διόλου να κουρασθή. Είδε τότε τον ήλιον υψηλά και ενόησεν ότι ήτο μεσημέρι· εκάθισεν εις την σκιάν, κάτω από ένα δένδρον διά να φάγη το πτωχικόν της γεύμα· ολίγαις μόνον εληαίς και ψωμί είχε βάλει η μητέρα της εις το καλαθάκι της. Αυτό μόνον είχαν οι πτωχοί άνθρωποι εις το σπίτι!

Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.

Καθίσας επί του αυτοσχεδίου τούτου άμβωνος, ασφαλής από της επαφής του πλήθους, τους εδίδαξεν από του πλοιαρίου, καθώς αυτά ελικνίζετο επί των κυμάτων, των φωσφοριζόντων εις τον πρωινόν ήλιον. Και όταν η διδαχή Του ετελείωσε, δεν εσκέφθη περί Εαυτού και του ιδίου Αυτού καμάτου, αλλά περί των πτωχών και ατυχησάντων μαθητών Του. Εγνώριζεν ότι είχον κοπιάσει εις μάτην.

Κατ' έτος την εκβάλλουσιν από το οίκημα, όταν οι Αιγύπτιοι κτυπώνται χάριν του θεού τον οποίον εγώ δεν ειμπορώ να ονομάσω εις τοιαύτην διήγησιν· τότε λοιπόν εκφέρουσι και την βουν εις το φως, διότι, ως λέγουσιν, η θυγάτηρ του Μυκερίνου αποθνήσκουσα εζήτησεν από τον πατέρα της να βλέπη τον ήλιον άπαξ του ενιαυτού.

Παρίστανον δε τον Έρωτα οι Ορφικοί ως απειρομέγεθες τρόπον τινα ζώον αποτελούν τον κόσμον ολόκληρον, με κεφαλήν μεν τον ουρανόν, πόδας την γην, οφθαλμούς τον ήλιον και την σελήνην, και κέρατα την ανατολήν και την δύσιν. Και εκ μεν των δακρύων αυτού εβλάστησε το οϊζυρόν , το δυστυχισμένον γένος των βροτών, εκ δε του γέλοντος οι αθάνατοι θεοί.

Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω. — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του; — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο. — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου. — Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω; — Μαζί και κείνη.

Το δε χαμόμηλον ηυχαρίστησε τον Πλάστην του, ότι ήτο ταπεινόν και ασήμαντον άνθος, και όταν ο ήλιος εβασίλευσεν, έκλεισε τα φύλλα του και απεκοιμήθη, και ωνειρεύετο τον ήλιον και την κίχλαν. Όταν εξημέρωσε, το άνθος ήνοιξε πάλιν τα κάτασπρα φύλλα του και τα ήπλωσε προς τον ήλιον, και ήκουσε την φωνήν της κίχλας. Αλλά δεν εκελαδούσε χαρούμενη καθώς χθες.

Και τώρα είμεθα καλά που εφύγαμεν από τον ήλιον και ήλθαμεν εις το σκιασμένον μέρος• έχομεν δε και καθίσματα αναπαυτικά και κατάλληλα αυτές τις κρύες πέτρες.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν