United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Ο Σωκράτης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ε, Σωκράτη! Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Φώναξέ τον μόνος τώρα• δεν μου περισσεύει ώρα. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σωκράτη! Σωκρατάκη μου! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Παρατηρώ τον ήλιον και αεροβατώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Α, τους θεούς περιφρονείς απ' το καλάθι αυτό, και όχι από τη γηαν και....

Αρχίζω από τον Ήλιον, ο οποίος άμα ξημερώση είνε αναγκασμένος να ζεύξη το άρμα του και καθ' όλην την ημέραν να διατρέχη τον ουρανόν, ενδεδυμένος πυρ και ακτινοβολών και ούτε να ξύση τ' αυτί του, κατά το λεγόμενον, έχει καιρόν• διότι ολίγον αν απροσεκτήση, θ' αφηνιάσουν οι ίπποι και εξερχόμενοι από τον δρόμον των θα κατακαύσουν τα πάντα.

Και ο βασιλεύς ευρίσκετο τόσον ευτυχισμένος, που περισσότερον δεν ημπορούσε να γένη, και καθημερινώς δεν έκανεν άλλο, παρά να είνε εις χαρές και παιγνίδια ομού με την αγαπημένην του Κεριστάνην. Απαρνώντας λοιπόν ένας χρόνος αφού και υπανδρεύθηκαν, η Κεριστάνην εγέννησεν ένα παιδί αρσενικόν, από τον ήλιον πλέον ευμορφώτερον.

Ούτω δε την πορείαν πατρός και υιού διά του χωρίου συνώδευεν η βοή εκείνη των αγρίων υλακών και επηύξανε την σύχισιν του Μανώλη, όστις αρπάσας πέτραν μεγάλην, την έρριψεν ως ωργισμένος Τιτάν κατά των σκύλων. Ταποθαμένα σας! να μάςε φάτε θέτε; Αλλ' αντί των σκύλων, ολίγον έλειψε να φονεύση ένα γέροντα θερμαίνοντα εις τον ήλιον τους ρευματισμούς του.

Και άλλοι μεν εξ αυτών λέγουν ότι κατοικούμαι, άλλοι δε ότι κρέμαμαι ως κάτοπτρον επί της θαλάσσης και άλλοι μου αποδίδουν ό,τι τους έλθη εις την κεφαλήν. Επ' εσχάτων δε ήρχισαν να λέγουν ότι και αυτό το φως μου είνε κλοπιμαίον και ψεύτικον και ότι μου έρχεται άνωθεν από τον Ήλιον.

Έφυγαν όλοι και δεν εσυλλογίσθησαν να μου βάλουν νερόν. Ο λαιμός μου είναι κατάξηρος και με καίει. Πότε παγώνω και πότε ανάπτω. Ω! θ' αποθάνω! θ' αφήσω τον ήλιον και την πρασινάδα και όλα τα ωραία πλάσματα του Θεού! Και έχωσε την μύτην τον εις το χόρτον να δροσισθή, και τότε είδε το χαμόμηλον και το εχαιρέτισε γλυκά και είπε: — Και συ εδώ θα μαρανθής, κακόμοιρον άνθος!

Ήτα προωδευμένη, πολύ προωδευμένη η νόσος. Εις μάτην από την βόρειον πατρίδα των την έφερεν ο δυστυχής πατήρ προς ανάκτησιν ζωής υπό τον ήλιον της μεσημβρίας. Η ζωή κατέλειπε βαθμηδόν το εύχαρι σώμα της.

Αλλ' εις εκείνα, τα οποία δοξάζει ο Εμπεδοκλής, είναι εύκολον να ίδη τις το ψεύδος• διότι βλέπομεν ότι οι χυμοί των καρπών μεταβάλλονται υπό της θερμότητος, λ.χ. όταν οι καρποί αποσπώνται εκ του περικαρπίου και ξηραίνονται εις τον ήλιον ή θερμαίνονται εις το πυρ. Και γίνονται τοιούτοι, ουχί διότι έλκουσί τι εκ του ύδατος, αλλά διότι μεταβάλλονται διά της αφαιρέσεως του περικαρπίου.

Ξάφνου τρεχάτος γλήγορος πλακώνει πεζοδρόμος. — Εσείς τρώτε και πίνετε και πίσω σας κουρσεύουν, Κουρσάροι καβαλλάριδες χουμήσαν στο χωριό μας. Μ' ήλιον, με μέρα εχούμησαν και τώκαμαν λυμούρα. Δριμόχολο και χαλασμός. Πάνε του Γιάννου οι κήποι. Ξεθεμελιώσαν τες λιθιές, τες φράχτες, τα πλοκάρια.

Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου. Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν αμέσως: — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου. — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις σου! — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.