Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Αλήθεια, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσένα σου έπρεπεν ο θάνατος, διά να καθαρισθή η γη από ένα τερατώδη άνθρωπον ωσάν εσένα· μα επειδή και σου έταξα να σου αφήσω την ζωήν, δεν βγαίνω από τον λόγον μου· σου παίρνω μοναχά το δακτυλίδι ως εργαλείον ολέθριον των ανομιών σου, διά να μην ημπορέσης πλέον να βλάψης το ανθρώπινον γένος, και τα γηρατειά σου θέλουν είνε η παίδευσίς σου.
Εις τον τρίτον αιώνα έταξα μεθ' όρκου να κάμω μέγαν και ισχυρόν μονάρχην τον ελευθερωτήν μου και να του χαρίσω καθ' ημέραν τρία ζητήματα της ορέξεώς του εφ' όρου ζωής του και να στέκω πάντοτε εις συντροφιάν του πρόθυμος να εκπληρώνω κάθε θέλησίν του· όμως παρήλθε και ο τρίτος αιώνας παρομοίως με τους άλλους ανωφελώς και εγώ έμενα εις την αυτήν φυλακήν.
— Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε! — Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.
— Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θειά το Αρετώ. Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα. — Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ', κάνε το σταυρό σ', και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη. — Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα! Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.
Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη. Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος.
Εγώ θέλω παιδεύσει σκληρώς τον τύραννον Μωβαβάκ· θέλω του στείλει μεντζίλiα διά να του κηρύξωσι τον πόλεμον, αν δεν αφήση θεληματικώς τον θρόνον, που αδίκως σου άρπαξεν. Ευχαριστήσου το λοιπόν, μου είπε, να μου δώσης το χέρι σήμερον διά να μου γένης γυναίκα, και αύριον σου τάσσω να βάλω εις έργον τα όσα σου έταξα.
Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου. — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη. Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει.
Ο πατέρας του που το αγαπούσε κατά πολλά ήτον έξω από τας φρένας του, φοβούμενος να μην του αποθάνη. Εγώ εκείνες τες ημέρες ευρισκόμουν μακράν από την αυλήν, και οπόταν έφθασα, ο πατέρας του ευθύς μου εφανέρωσε τον κίνδυνον της αρρώστιας του. Εγώ του έταξα ότι δεν θέλω λείψει να κάμω το κατά δύναμιν διά να μάθωμεν όλα τα περιστατικά.
Τότε ο Κατής άρχισε να τραβά τα γένεια του, και να στοχάζεται διά πολλήν ώραν· έπειτα είπεν· ετούτη είνε μία δυστυχία που έμελλε να μου έλθη, και δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο. Κάμε, σε παρακαλώ, να ξαναφέρουν την θυγατέρα σου εις το σπήτι, και σου δίδω και τα χίλια φλωριά που σου έταξα και μη ζητής άλλο, αν θέλης να είμεθα φίλοι.
Εγώ βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του και στοχαζόμενος τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκονταν, που αν δεν τον υπήκουα απέθνησκεν από την θλίψιν και από την απελπισίαν του, τον επαρηγόρησα, και του έταξα να κάμω ως επεθύμει, λέγοντάς του· μην έχεις καμμίαν έγνοιαν, ω αγαπημένο μου βασιλόπουλο, διατί εγώ θέλω μιλήσει του βασιλέως του πατρός σου με άλλον τρόπον, διά να σου δώσω θέλημα να υπάγης όπου θελήσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν