Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Και μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα προσφιλή του κοπάδια.

Επάνω εις τον ενθουσιασμόν του διέκρινε τον Τερερέν και διερχόμενος του έρριπτε κρύφια βλέμματα, έτοιμος, ως εφαίνετο, να του δώση και λάκτισμα, κατά τον ρυθμόν του πηδηκτού. Ίσως δε και εξ αιτίας του Τερερέ απεφάσισε, μετά τας άλλας επιδείξεις, να επιδείξη και την φωνήν του. Αλλ' ο αριθμός των διστίχων, τα οποία εγνώριζεν, ήτο πολύ περιωρισμένος και ηναγκάζετο να τα επαναλαμβάνη.

Και λέγουσα έρριπτε βλέμματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα ως διά να χώση την χείρα της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.

Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της. Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός ετρεμόσβυνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα.

Και ενώ εφρόντιζεν επιμελώς να εκτελέση την επίπονον αυτήν εργασίαν και ήτο το πρόσωπόν της καταπόρφυρον ως κόκκινον μήλον, έρριπτε και έν βλέμμα κρυφόν και εις τον πολυαγάπητον αδελφόν της μετά τινος δυσεξηγήτου αισθήματος περιεργαζομένη τούτον, ότε η γραία θέλουσα να γελάση. — Νά ο Σκαλικάτζαρος! εφώναξε.

Δι' αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες. Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έρριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγώτερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη: — Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!

Αλλ' η διαγωγή του Τρέκλα προς τον Χόμο ηδύνατο ου μόνον παρά τοις κυσί, αλλά και παρά τοις ανθρώποις να χαρακτηρισθή ως επίμεμπτος. Σπανίως τω έρριπτε κόκκαλόν τι, συχνότατα όμως τω επεδαψίλευε μαστιγώσεις. Και όμως ο Χόμο δεν απέκαμνε να υπομένη τας δυστροπίας του, εκάθητο δε παρά τους πόδας αυτού μετά παραδειγματικής εγκαρτερήσεως.

Η σελήνη είχε δύσει, και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φως. Έβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τι, αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων.

Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον. Είχε καταβληθή διά της υπομονής. Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω: — Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ. Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή: — Έφυγεν ο Άνθρωπος; — Έφυγεν· είμεθα μόνοι. — Παρετήρησε καλά. — Έφυγε και είνε μακράν.

Τον εμάλωνε συχνά η αδελφή του, γιατί να κουράζεται τόσον, αλλά δεν την άκουε, την εμάλωνε δε και αυτός με την στερεότυπον φράσιν του. — «γύρευε τη δουλειά σου» την οποίαν της έρριπτε, θαρρείς, θυμωμένα, ενώ τα μάτια του εγελούσαν· ήτο μία ειρηνική λογομαχία, η οποία εγαργάλιζε θωπευτικά την ακοήν, αντί να την ενοχλή.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν