Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025


Οι χωριάτες, που είχον έλθη ύστερ' απ' αυτούς, μανθάνοντάς την αδικίαν που μου έγινεν, έτρεξαν εις τον Κατή και τον εβεβαίωσαν δι' εμένα ότι αληθώς εγλύτωσα από την θάλασσαν, και ότι εις τον δρόμον τους εδιηγήθηκα ότι οι σύντροφοί μου με έρριξαν εις την θάλασσαν, και μου επήραν όλον μου το έχειν, και η ζήτησίς μου είναι αληθινή και χωρίς δόλον.

Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, 'που τόσοι Τρώες έρριξανεμέ χάλκιν' ακόντια, εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310 οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος• αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω».

Σαν τους έρριξαν οι τούρκοι τρεις κανονιαίς, άναψε το τουφέκι, κι' άρχισε το τόπη να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακαίς γειτόνισσαις που μαλώνουν, και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά: Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά του έσπασε τους γάντζους κ' έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κ' εγλύτωσε το καράβι του απ' τα δόντια του θεριού.

Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού.

Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.

Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε.

Λαμβάνοντας λοιπόν ο Αμπτούλ τας αισθήσεις του, είπε προς τον Καλίφη· Βασιλέα μου, ηξεύρεις καλώτατα τα όσα μου συνέβησαν εις την Αίγυπτον· τούτη η σκλάβα που βλέπετε είνε εκείνη η αγαπημένη μου Δαρδανέ, που μαζί με εμένα μας έρριξαν εις τον Νείλον. Είνε τούτο δυνατόν; εφώναξεν ο βασιλεύς· χαίρομαι λοιπόν διά ένα τέτοιον θαυμάσιον συμβεβηκός.

Βασιλέα μου, είπεν αυτή, καθώς με έρριξαν εις τον Νείλον έπεσα εις τα δίκτυα ενός ψαρά, που εκείνην την ώραν τα ετραβούσεν έξω· αυτός δε έμεινεν εκστατικός με το να κάμη ένα τέτοιο κυνήγι· και οπόταν αυτός εκατάλαβε πως εγώ ανάπνεα ακόμη, με επήρε και με έφερεν εις την βάρκαν του, εις την οποίαν με την σύντρεξίν του με ανάζησεν.

Εις αυτό το διάστημα η Δαρδανέ εσυνήλθε και αυτή εις τον εαυτόν της, την οποίαν ο βασιλεύς πιάνοντάς την από το χέρι, την εξέταξε με τι θαύμα ευρίσκονταν ζωντανή, ύστερον που την έρριξαν εις τον Νείλον.

Ο ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του από ένα δέντρο, που το είχε δεμένο, κι' ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς να θέλη. Όλοι οι Μικροχωρίτες έρριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να είταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάη τη νύχτα έξω με τα σκυλλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνη την ημέρα στην εκκλησιά και ν' ανταμόνεται με τους ανθρώπους.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν