Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Αλλά πάλιν εις την πίεσιν εκείνην άλλαι σκέψεις αντέτασσον ανυπέρβλητα εμπόδια: «Δεν ντρέπεσαι, της έλεγε μία φωνή αυστηρά, που έχεις κόρη της πανδρειάς; ... Αυτόν, ως εχθές τον ήθελες για γαμπρόν, και τώρα! ... Δεν ντρέπεσαι; Τι θα πη το χωριόΈπιπτε τότε εις πικροτάτην αθυμίαν και στενάζουσα έλεγε: — Θε μου, και πάρε με να γλυτώσω ... να μη φύγη ο νους απού την κεφαλή μου!

Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας ο βοσκός έμεινε με το μικρόν κοπάδι του κολοβόν και ακρωτηριασμένον, άμα έχασε τας δύο αίγας, τας οποίας έβλεπεν ιστάμενος επάνω εις την κορυφήν του βράχου, κρατών την υψηλήν μαγκούραν του, και ο ίσκιος του έπιπτε μακρός εμπρός του, και η κεφαλή του εφαίνετο πέραν εις μεγάλην εξοχήν του βράχου, μόλις διακρινομένη και χανομένη, καθόσον ο ήλιος εχαμήλωνεν ολονέν εις την δύσιν.

Οτέ μεν κατακλινόμενος παρά της φίλης του τους πόδας επειράτο να συγκινήση αυτήν, ενθυμίζων τα τοσαύτα φιλήματα και τους όρκους, αλλ’ οι λόγοι του ωλίσθαινον επί της αναλγησίας της, ως η βροχή επί των φύλλων, οτέ δε, ουδέν πλέον ελπίζων, εζήτει παντί σθένει να εκριζώση τον έρωτα εκ της καρδίας του, ως αποσπά ο κηπουρός δυσώδες κρομμύδιον βλάστησαν εν μέσω ηλιοτροπίων· αλλά το κακόν φυτόν είχε τας ρίζας βαθείας, ώστε, παραιτούμενος μετά ματαίους αγώνας της επιχειρήσεως, έπιπτε κατά γης περιρρεόμενος υπό ιδρώτος και καταρώμενος ως ο Ιώβ τ η ν η μ έ ρ α ν, ε ν ή ε γ ε ν ν ή θ η κ α ι τ η ν ώ ρ α ν ή ε ί π ο ν: ι δ ο ύ ά ρ σ ε ν.

Ο Ρούντυ είχεν ακούσει να ομιλούν γι' αυτά, όταν αυτός τότε που ήτο ακόμη παιδί, διενυκτέρευσε εδώ επάνω εις τα βουνά, που τα περιώδευσε. Το χιόνι έπιπτε πυκνότερα, τα σύννεφα ήσαν κάτω απ' αυτόν· εκύτταζε πίσω, δεν έβλεπε πλέον κανένα, αλλά αντελήφθη γέλωτας και λαρυγγισμούς και ο ήχος των δεν έμοιαζε να βγαίνη από στήθος ανθρώπου.

Η υστεροφημία αύτη δεν είνε αδικαιολόγητος. Ουδέποτε η Ελλάς εγνώρισε φύλλον τόσον ευφυές, τόσον λεπτόν, τόσον καλλιτεχνικόν και τόσον ανεξάρτητον, φύλλον έχον τη αληθεία τα τέσσαρα ταύτα προσόντα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε είνε ζήτημα εάν δεν ήτο δυσαναλόγως καλόν διά το κοινόν μας και εάν, όπως ελέχθη διά τον Τρικούπην, «δεν μας έπιπτε πολύ».

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Ρύαξ, γοργός, κατέβαινεν Από κρημνώδους βράχου, Μετά μεγάλου φλοισβισμού, Ροής πολυταράχου, Και κάτω, κάτω έπιπτε Με μέγαν πλαταγμόν. Πέραν δ' αυτού, εις φύλλωμα Μηλέας κυρτοκλάδου, Οι λιγυροί ηκούοντο Λυγμοί καλλικελάδου Τρυγόνος, ήτις έχυνε Ρεμβώδη στεναγμόν. Μακράν που, τάπης, χλοερός Ως σμάραγδος ηπλούτο. Εκεί, όπου τ' ολόγυμνον, Βουνόν εταπεινούτο, Και όπου βράχοι μέγιστοι Υψούντο γηραιοί.

Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθέν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου. Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.

Προς αποφυγήν του τοιούτου κινδύνου, οι θέλοντες να εκριζώσωσι το φυτόν, έσκαπτον περί την ρίζαν αυτού το χώμα, και προσαρτώντες επί του στελέχους σχοινίον, η ετέρα του οποίου άκρα εδένετο περί τον τράχηλον κυνός, έφραζον τα ώτα και προσεκάλουν τον κύνα, όστις τρέχων απέσπα μεν το φυτόν, αλλ' έπιπτε νεκρός κατά γης.

Εν τούτοις το ρεύμα εγίνετο πλέον ορμητικόν· ο στρατιώτης έβλεπεν εμπρός του το φως της ημέρας εις την άκραν της υπονόμου, και ήκουε μίαν μεγάλην ταραχήν, η οποία δεν του ήρχετο διόλου. Εκεί όπου έβλεπε το φως, το νερόν της υπονόμου έπιπτε από υψηλά μέσα εις ένα ποταμόν.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν