United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι η δύναμις εκείνη, ήτις έφερεν αυτήν εις τον κόσμονκαι τοιαύτη δεν ήτο βεβαίως η φύσιςίσως θέλουσα να δώση ακριβή εικόνα της μαύρης ψυχής της, έκαμεν ώστε μόλις εισήρχετο εις το δωμάτιον εκείνο και ήρχιζε τας μαγγανείας της, να μεταβάλληται εις ξεδοντιάραν και κάτισχνον γραίαν με χείλη πρισμένα και μελανίζοντα, οφθαλμούς κοίλους και γαλάζους, κόμην ψαράν και αγρίαν ως και την χοίρου, με σώμα κυρτωμένον, όνυχας γαμψούς, εις αληθή και φοβεράν στρίγγλαν.

Εμείς οι Τούρκοι λέμε, πως όλ' οι Χριστιανοί θα πάνε στην κόλασι· μα σαν συλλογιούμαι το καλό που έκαμεν η μητέρα σου, λέγω με τον νουν μου: Σαν δεν πάγ' αυτή η Χριστιανή στον παράδεισο, δεν ηξεύρω ποιος Τούρκος θενά πάγη! Ας είναι δα! Ταις βουλαίς του Θεού κανείς δεν ταις ηξεύρει! Όλον εκείνο τον καιρό το είχα χαμένο το παιδί μου.

Όθεν τα κάλλη της και η φήμη της διεσπάρθη εις πολλά βασίλεια, η οποία φήμη δεν έκαμεν άλλο παρά να προξενήση κακά αποτελέσματα.

Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.

Καίτοι από το συμβάν της περιχύσεως οίνου, το όνομα της Λιγείας δεν επροφέρθη ποτέ από αυτήν, ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να την αποβάλη από τον νουν του. Πάντοτε αυτήν εσυλλογίζετο. Εις την πρώτην σκηνήν ζηλοτυπίας την οποίαν του έκαμεν η Χρυσόθεμις, εξ αφορμής δύο νεανίδων της Συρίας, τας οποίας είχεν αγοράση, την εξεδίωξεν ανευλαβώς. Ο τρόπος της ζωής του δεν ήλλαξεν εκ τούτου.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου. Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι.

Το δε 526 μ.Χ., ότε εβασίλευεν ακόμη ο Ιουστίνος Α', ο Καβάδης διά πρεσβείας έκαμεν εις τον Ιουστίνον πρότασιν εκ πρώτης όψεως αρκετά παράδοξον: Εζήτει δηλαδή παρ' αυτού να υιοθετήση τον υιόν του Καβάβου Χοσρόην ή, κατ' άλλην παράδοσιν, να επιτροπεύση αυτόν μετά τον θάνατον του γηραιού πατρός. Τοιαύται πράξεις δεν ήσαν όλως ασυνήθεις εις την ιστορίαν των δύο κρατών.

Ο Μανώλης πράγματι, ως να εμάντευσε την εντύπωσιν την οποίαν έκαμεν εις τας γυναίκας τας καθημένας υπό την μεγάλην πλάτανον, ήτο κατασαστισμένος και εφαίνετο προσπαθών να σμικρύνη το πελώριον ανάστημά του και να κρυφθή εις τον πατέρα του δίπλα.

Το ηξεύρω εκ πείρας διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχη και να κλαίη, χωρίς να γείνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκονται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχη ν' αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζη.