United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα.

Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο, αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις. Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν. — Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν.

την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185 σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμοςτην Κρήτη απ' τον Μαλέα προς την Τρωάδ' ως έπλεε·τον Αμνισόν, εις τ' άντρο της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.

Ο οικίσκος του Μάρθα, χωριζόμενος από την οδόν διά μικρού προαυλίου περιτειχισμένου, προείχε περισσότερον των άλλων προς τα όπισθεν, ο δε ξύλινος εξώστης του εφαίνετο κρεμάμενος, τρόπον τινά, υπεράνω των αποκρήμνων εκεί πετρών. Ότε ο άνεμος έπνεε σφοδρός, οι αφροί των υπό τον κρημνόν μαινομένων κυμάτων ανήρχοντο ενίοτε μέχρι της οικίας αυτής.

Αλλ' η Φωτεινή έτρωγε με πολλήν όρεξιν· έξαφνα ακούει γύρω της κάτι λεπταίς και παραπονετικαίς φωναίς. Πουλάκια είνε! λέγει. Σηκώνει τα 'μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον μίαν μισοκρημνισμένην φωληάν. Αχ! ο άνεμος ο δυνατός, που έσπασε του πατέρα μου την βάρκα, θα γκρέμισε και αυτή τη φωλίτσα!.. Αφίνει τότε το ψωμί της και ζητεί τα πουλάκια.

Επόδισε την νύκτα και κατέπλευσεν εις το παλαιόν βραχοκτισμένον και θαλασσοδαρμένον Κάστρον. Άμα εξημέρωσε και έπαυσεν ο άνεμος, εξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνία και ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου, κ' επώλησε προς είκοσι λεπτά την οκάν το κοκκινωπόν αφρώδες ποτόν.

Περνάει όμως ο άνεμος της δυστυχίας και ο κόσμος σκορπάει, όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.

Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν. — Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον! — Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής. Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε καπνόν, ούτε τίποτε. — Πραγματικώς! ανέκραξε.

Φορές φορές, ύστερα από τη βουή που εκύλαε σπορίζοντας το κάθε κύμα, ενιώθαμε να τραντάζη ολόβολο το σπίτι κάτου από τα πόδια μας. Απάνουθε πάλι ο Ταΰγετος εκατέβαζε κύματα τ' ανεμόχολο. Ετάραζαν τα γιαλιά στα παράθυρα. Εκουφοσφύριζε ο άνεμος στα κλαδιά της μεγάλης μουριάς. Εβογκούσε κ' εγύρεβε να ξεριζώση τις τζαμόπορτες της μπασιάς.

Αλλά μόλις ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.