United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις κοίταζε σκεφτικός καταγής, ανάμεσα στα γόνατά του. «Πρέπει να επιστρέψω;», αναρωτιόταν. «Λες να πιστέψουν ότι με φέρνει ο καλός άνεμοςΚαι άξαφνα, για μια στιγμή, στενοχωρήθηκε που η ντον Νοέμι είπε το ναι πριν εκείνος γυρίσει. Αμέσως όμως σηκώθηκε μετανοιωμένος, ταπεινωμένος.

Ήρχισε να κλαίη μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω! να είχε τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα! Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα, προεξέχοντα του κύματος. — Τ' Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν.

Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.

Ενίοτε η έκστασις εκείνη μετέπιπτεν εις έμπνευσιν, η ρέμβη μετεβάλλετο εις ενθουσιασμόν, η άφωνος ποιητική θεωρία εξεχύνετο εις άσμα, και ο από της Λευκάδος άνεμος μας έφερεν εις Αθήνας νέαν μελωδίαν του πάσχοντος ποιητού. Αλλ' ήσαν σπάνια δυστυχώς τα ενεργά εκείνα διαλείμματα. Ο Βαλαωρίτης έβλεπε μόνον, ανεπόλει και ωνειρεύετο.

Πώς λοιπόν θα λέγωμεν ευλόγως το πράγμα αυτό καθ' εαυτό, και τίνι τρόπω, και τι, όταν ευρισκώμεθα εις απορίαν; Και πρώτον εκείνο το C. | οποίον ωνομάσαμεν ύδωρ, όταν πηγνύηται, ως φαίνεται βλέπομεν ότι γίνεται λίθοι και γη, έπειτα δε όταν διαλύηται και διαστέλληται, αυτό τούτο γίνεται αήρ και άνεμος.

Άλλαξε τέλος πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. &Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.&

Νοιόθει η Νεράιδα την κλεψιά καιτο χορό που σειέται Κοντοκρατάει το χορό και κόβει το τραγούδι. — Μ' εκλέψανε! λαχταριστά και ξαφνικά φωνάζει Και παίρνει τον κατήφοροτου κυνηγού τα πόδια. Σαν ωργισμένος άνεμος, σαν σίφουνας, σαν μπόρα Κ' η άλλαις την ακολουθάν και φτάνουν τον Γιαννούλα, Μ' αυτός βαστάει το φυλαχτό, μπαρούτι και λιβάνι, Και να τον πιάσουν δεν μπορούν, ούτε να παν σιμά του.

Μετά δέους επαίρω τους οφθαλμούς μου προς τα ισχία, όθεν ο άνεμος διά των ποικίλων οπών του εξαρτισμού εισχωρών βιαίως, συρίζει. Συρίζει πενθίμως, συρίζει οξέως, συρίζει γοερώς.

Και ο άνεμος εκόπασε, και έφθασαν εις την όχθην. Και όλοι κατελήφθησαν υπό βαθυτέρας εκπλήξεως, καί τινες τούτων έκραξαν, «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού». Ας σταθώμεν προς στιγμήν επί της θαυμασίας διηγήσεως, ίσως εξ όλων των άλλων της δυσκολωτέρας διά την ασθενή πίστιν μας και την κατάληψίν μας. Τοιαύτα σοφίσματα είνε μάταια και περιττά.

Έχουν και πολλά αμπέλια τα οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλών είνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τα κλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω χάλαζα.