United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλό θα ήταν να του το ειπής· τωόντι μία τιμημένη, ωραία, γνωστική βασίλισσα όπως είσαι, πώς θα ημπορούσε τέτοια πράγματα σπουδαία να κρύψη από την ζάμπαν, απ' την νυκτερίδα, από τον γάτον; Ποια θα το 'καμνε; Καθόλου· την γνώσιν και το μυστικό, φασκέλωσέ τα· το κοφίνι στημένοτου σπιτιού την σκέπην άνοιξε, τα πουλιά να φύγουν, και κατόπιν, ως η περίφημη μαϊμού , διά να γνωρίσης το τέλος, γλίστρα μέσατο κοφίνι, πέσε να βγάλης τον λαιμόν σου.

Μόλις εγεννήθη εις το νομισματοκοπείον, κάτασπρη και υαλιστή, επήδησε και εφώναξε: «Ζήτω! πηγαίνω να ιδώ τον κόσμονΚαι ήρχισε τα ταξείδια της. Το παιδάκι την έπαιζεν εις τα τρυφερά και ζεστά χεράκια του· ο φυλάργυρος την έσφιγγεν εις την κρύαν του φούκταν, οι γέροντες την εστρεφογυρίζαν εις τα δάκτυλά των πριν την αποχωρισθούν, και οι νέοι την άφιναν απρόσεκτοι να γλιστρά και να τους φεύγη.

Και τώρ' ακόμα τη στιγμή που μιλώκαι μιλώ όχι εναντίον του, αλλά ευνοϊκά γι' αυτόνγλιστρά μέσα στην κάμαρα το κοπάδι των προσώπων που έπλασε. Να, εκεί σέρνεται ο Fra Lippο Lippi με το μάγουλ' ακόμ' αναμμένο από το ζεστό κάποιας κοπέλλας φιλί. Εκεί στέκει ο φοβερός Saul με ταρχοντικά ζαφείρια που λαμπυρίζουν στο σαρίκι του.

Άλλες γυναίκες, χλωμές, κάθονταν να ξεκουραστούν επάνω στις πέτρες από τους χαμηλούς φράχτες που περικύκλωναν μια εξωτερική αυλή. Ο Έφις κοντοστάθηκε κουρασμένος, με το δισάκι να του γλιστρά από τους ώμους, και ξεκίνησε την κουβέντα μαζί τους. «Πού βρίσκεται ο ντον Τζατσίντο;» «Ποιος; Εκείνος από το Μύλο; Εδώ, πιο πάνω. Τι του κουβαλάς μες στο δισάκι; Είσαι ο υπηρέτης του;» «Ναι.

μες στην ψυχή που ησύχασε, στους πόθους στομωμένη, όσο κι αν είστε σαν αχοί που πνίγονται μακρά, φέγγετε μια στιγμή απαλά σαν άνοιξη ανθισμένη· και σβήτε σα ροδόφωτα σε βραδινά νερά. Μαύρα βαραίνουν όνειρα βαριά το νου μου ακόμη ενώ σιγά το βήμα μου φέρνω σε σένα, αυγή, μόλις του δάσους τη σγουρή χρυσώνει ο ήλιος κόμη κι η καταχνιά κακό όνειρο κι αυτή γλιστρά απ τη γη

Γλιστρά... γυρίζει πίσω, Με λίγο χιόνιτα μαλλιά, με καταχνιάτην όψη. Περνούν η μέραις σα νερό ... Ανέλπιστο λιοβόρι Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει. Πόλεμος πάντα πόλεμος... 'Σ τάρματα μέρα νύχτα ... Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιόνε τώρα;... · Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.